Η αϋπνία είναι μία δυσάρεστη εμπειρία που πολλοί έχουμε βιώσει. Η αδυναμία να κοιμηθούμε δημιουργεί άγχος, ενώ οι αρνητικές σκέψεις και οι ανησυχίες εμποδίζουν ακόμα περισσότερο τον ύπνο. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι οι παράγοντες που προκαλούν αϋπνία δεν περιορίζονται μόνο στον εγκέφαλο, αλλά συνδέονται στενά και με τη λειτουργία του εντέρου μέσω της λεγόμενης «άξονας εντέρου-εγκεφάλου». Κατανοώντας αυτήν τη σύνδεση, μπορούμε να προσεγγίσουμε την αϋπνία πιο ολιστικά και να αναπτύξουμε αποτελεσματικότερες θεραπείες.
Η αϋπνία περιλαμβάνει πολυάριθμες νευρολογικές και ψυχολογικές πτυχές. Ο ύπνος αποτελεί μια εξαιρετικά ενεργή και σύνθετη διαδικασία του εγκεφάλου, που ρυθμίζεται από διάφορους νευροδιαβιβαστές και εγκεφαλικές δομές. Ορμόνες όπως η μελατονίνη και νευροδιαβιβαστές,, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έναρξη της διαδικασίας και τη διατήρηση του ύπνου. Διαταραχές σε περιοχές του εγκεφάλου που ρυθμίζουν το βιολογικό ρολόι (κιρκάδιοι ρυθμοί) μπορούν να προκαλέσουν αϋπνία. Με άλλα λόγια, η αϋπνία δεν είναι απλώς ανικανότητα να κοιμηθούμε, αλλά η εκδήλωση μιας πολύπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ νου και σώματος.
Μελέτες δείχνουν ότι όταν το σώμα δεν λειτουργεί σωστά, μπορεί να επηρεαστεί και η λειτουργία του εγκεφάλου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επίδραση της περιφερειακής φλεγμονής στον εγκέφαλο, που μπορεί να προκαλέσει κατάθλιψη. Ωστόσο, ο ρόλος των μικροβίων του εντέρου στη λειτουργία του εγκεφάλου παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Έρευνες έχουν δείξει ότι ορισμένα είδη μικροβίων του εντέρου επηρεάζουν τον ύπνο και την ψυχική κατάσταση μέσω του άξονα εντέρου-εγκεφάλου. Κλινικές δοκιμές με προβιοτικά έδειξαν βελτίωση σε συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης και ποιότητας ύπνου.
Μία πρόσφατη μελέτη ανέλυσε τη διμερής σχέση ανάμεσα στη μικροχλωρίδα του εντέρου και την αϋπνία χρησιμοποιώντας γενετικά δεδομένα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι συγκεκριμένοι τύποι βακτηρίων μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο αϋπνίας, ενώ η ίδια η αϋπνία μπορεί να τροποποιήσει τη σύνθεση της μικροχλωρίδας, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, όπως αναφέρει σε άρθρο του στο Psychology Today, ο καθηγητής Πανεπιστημίου, Hamid Zand Ph.D.
Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων λειτουργεί αυτή η αλληλεπίδραση περιλαμβάνουν:
- Ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος
- Φλεγμονώδεις αποκρίσεις
- Ρύθμιση της έκκρισης νευροδιαβιβαστών
Η μικροχλωρίδα παράγει χημικούς μεταβολίτες, όπως λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου και D-γαλακτικό οξύ, που διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου. Παράλληλα, νευροδιαβιβαστές όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη που συντίθενται από μικροοργανισμούς αλληλεπιδρούν με το εντερικό νευρικό σύστημα (ENS), το οποίο στέλνει σήματα στον εγκέφαλο μέσω του πνευμονογαστρικού νεύρου.
Η σύνθετη αυτή αλληλεπίδραση μεταξύ εγκεφάλου, εντέρου και μικροβίων υπογραμμίζει ότι η γνωστική λειτουργία και η ψυχική υγεία δεν καθορίζονται μόνο από τον εγκέφαλο και το σώμα μας, αλλά επηρεάζονται και από τα μικρόβια που κατοικούν στο έντερό μας.
Αυτή η νέα προοπτική ανοίγει δρόμους για πιο ολοκληρωμένες θεραπείες ψυχικών διαταραχών, πέρα από τα παραδοσιακά φάρμακα που στοχεύουν αποκλειστικά τον εγκέφαλο.
Διαβάστε επίσης
Έντερο: Τι να τρώτε για να λειτουργεί σωστά – Πέντε τροφές που «απαγορεύονται»
Το φρούτο που ωφελεί το έντερο και μειώνει τη χοληστερόλη – Δύο μερίδες την ημέρα αρκούν
Το πασίγνωστο χάπι που μειώνει έως και 38% τις πιθανότητες καρκίνου