Συνολικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και στη διατροφή, που ενισχύονται από τα συμπεριφορικά προγράμματα απώλειας βάρους, μπορούν να μειώσουν εξίσου τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και διαβήτη τύπου 2 για τουλάχιστον πέντε χρόνια, ακόμη και αν κάποιο βάρος επανακτηθεί, σύμφωνα με νεότερη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Circulation.

«Πολλοί γιατροί και ασθενείς αναγνωρίζουν ότι η απώλεια βάρους συχνά ακολουθείται και από κάποια επαναπρόσληψή του. Συνεπώς, φοβούνται ότι η προσπάθεια απώλειας βάρους είναι άσκοπη», δήλωσε η συν-συγγραφέας της μελέτης δρ. Susan A. Jebb, καθηγήτρια διατροφής και υγείας του πληθυσμού στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στο Ηνωμένο Βασίλειο. «Αυτή η αντίληψη, όμως, έχει γίνει εμπόδιο στην προσφορά υποστήριξης στους ανθρώπους για να χάσουν βάρος. Για τα υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα, η απώλεια βάρους είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακής νόσου».

Στη συγκεκριμένη ανασκόπηση, οι ερευνητές αξιολόγησαν διεθνείς επιστημονικές μελέτες, για να συγκρίνουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και διαβήτη τύπου 2 μεταξύ ατόμων που ακολούθησαν ένα εντατικό πρόγραμμα απώλειας βάρους με βάση τη συμπεριφορά με εκείνους που ακολούθησαν ένα λιγότερο εντατικό ή καθόλου πρόγραμμα απώλειας βάρους.

Οι μελέτες έλαβαν χώρα σε διαφορετικά περιβάλλοντα και περιλάμβαναν ποικίλους τρόπους συμβουλευτικής (αυτοπροσώπως, μέσω εφαρμογής, τηλεφωνικά κ.λπ.).

Οι ερευνητές συνδύασαν τα αποτελέσματα 124 μελετών με περισσότερους από 50.000 συμμετέχοντες, με μέσο όρο παρακολούθησης 28 μήνες. Η μέση απώλεια βάρους στις διάφορες μελέτες κυμαινόταν από 2-5 κιλά ή 5-10 κιλά. Η ανάκτηση βάρους ήταν κατά μέσο όρο 0,12 έως 0,32 κιλά (0,26 έως 0,7 κιλά) ετησίως. Οι συμμετέχοντες ήταν κατά μέσο όρο 51 ετών, με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) 33, που στην κλίμακα βάρους θεωρείται παχυσαρκία.

Συμπέραναν ότι συνολικά, οι συμμετέχοντες που έχασαν βάρος μέσω ενός εντατικού προγράμματος απώλειας βάρους είχαν επίσης και χαμηλότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και διαβήτη τύπου 2, που διατηρούνταν και τα επόμενα πέντε χρόνια.

Ειδικότερα, μετά τη συμμετοχή τους σε ένα πρόγραμμα απώλειας βάρους:

  • Η συστολική αρτηριακή πίεση ήταν 1,5 mm Hg χαμηλότερη σε ένα έτος και 0,4 mm Hg χαμηλότερη σε πέντε έτη.
  • Το ποσοστό της HbA1c, μιας πρωτεΐνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του διαβήτη, μειώθηκε κατά 0,26 τόσο σε ένα όσο και σε πέντε χρόνια αργότερα.
  • Ο δείκτης της ολικής χοληστερόλης, γνωστή ως χοληστερόλη λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας (HDL), ήταν 1,5 μονάδα χαμηλότερος ένα και πέντε χρόνια μετά.

Οι αλλαγές αυτές θεωρούνται σημαντικές επειδή συνιστούν βελτιώσεις σε επίπεδο πληθυσμού, εξήγησε η δρ. Susan A. Jebb.

«Οι περισσότερες δοκιμές επικεντρώνονται στη μεταβολή του βάρους βραχυπρόθεσμα και όχι στο πώς επηρεάζουν τη συνολική υγεία. Τα ευρήματά μας είναι καθησυχαστικά, διότι αποδεικνύουν ότι οι στοχευμένες στρατηγικές διαχείρισης του βάρους είναι αποτελεσματικά στον έλεγχο των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου και είναι πολύ πιθανό να μειώσουν τη συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων» σημειώνει.

Με λίγα λόγια, στόχος της ρύθμισης του βάρους σε κάθε περίπτωση δε θα πρέπει να είναι μόνο το νούμερο στη ζυγαριά, αλλά και η διατήρηση της συνολικής μας υγείας.

Διαβάστε επίσης

Αδυνάτισμα: Τρία λάθη που κάνουν όσοι προσπαθούν να χάσουν βάρος

Η Νο1 κίνηση για επιτυχημένη απώλεια βάρους