Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Otago ανακάλυψαν τρεις ψυχολογικούς παράγοντες που προβλέπουν την πιθανότητα για έναν μη καπνιστή να ξεκινήσει το κάπνισμα. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Drug and Alcohol Review, διερευνά πώς τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την προσωπικότητα και την ψυχική υγεία προβλέπουν την πιθανότητα έναρξης του ατμίσματος από ενήλικες μη καπνιστές.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Tamlin Conner του Τμήματος Ψυχολογίας και τον Andre Mason του Τμήματος Ψυχολογικής Ιατρικής, ανέλυσαν διαχρονικά δεδομένα περισσότερων από 36.000 ενηλίκων από τη Μελέτη Στάσεων και Αξιών της Νέας Ζηλανδίας (NZAVS). Διαπίστωσαν ότι τα άτομα που ανέφεραν μεγαλύτερη ψυχική δυσφορία, χαμηλότερο αυτοέλεγχο και ισχυρότερες κοινωνικές τάσεις -δηλαδή υψηλότερη εξωστρέφεια– είχαν περισσότερες πιθανότητες να αρχίσουν να ατμίζουν, σε σύγκριση με άτομα που χαρακτηρίζονταν από καλύτερη ψυχική υγεία, υψηλότερο αυτοέλεγχο και λιγότερο έντονες κοινωνικές τάσεις.

Σύμφωνα με την δρ. Conner, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι «οι ψυχολογικοί παράγοντες έχουν σημασία στη διαμόρφωση των συμπεριφορών υγείας, συμπεριλαμβανομένου του ατμίσματος», γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τις παρεμβάσεις. «Η στόχευση της ψυχικής υγείας, του αυτοελέγχου ή των κοινωνικών πτυχών στις παρεμβάσεις θα μπορούσε να ενισχύσει την αποτελεσματικότητά τους στην πρόληψη του ατμίσματος μεταξύ των μη καπνιστών ενηλίκων», προτείνει η ειδικός. «Οι εξατομικευμένες παρεμβάσεις που απευθύνονται σε άτομα υψηλού κινδύνου, προσφέροντάς τους επιπλέον υποστήριξη για να αντισταθούν στην έναρξη του ατμίσματος, θα μπορούσαν να είναι μια προσέγγιση. Ομοίως, οι παρεμβάσεις και η χρηματοδότηση για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας θα μπορούσαν να έχουν συνεπακόλουθα οφέλη για τη μείωση του ατμίσματος», προσθέτει.

Η δρ. Conner λέει ότι οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αρχίζουν να ατμίζουν είναι πολύπλοκοι και ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Τα άτομα που βιώνουν ψυχική δυσφορία μπορεί να στραφούν σε ουσίες για να απαλύνουν τον πόνο τους, τα άτομα με χαμηλό αυτοέλεγχο δυσκολεύονται να αντισταθούν στον πειρασμό, ενώ οι εξωστρεφείς άνθρωποι είναι πιο πιθανό να βρίσκονται σε κοινωνικά περιβάλλοντα όπου το άτμισμα είναι πιο συνηθισμένο ή να το χρησιμοποιούν για να συνδεθούν κοινωνικά.

«Οι Νεοζηλανδοί αρχίζουν το άτμισμα χωρίς να έχουν υπάρξει καπνιστές, γεγονός που μπορεί να τους εκθέσει σε περιττούς κινδύνους», λέει η ίδια. «Αυτό μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα για ψυχολογικά ευάλωτους ή ιδιαίτερα κοινωνικούς ανθρώπους».

Είναι ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι αυτοί οι ψυχολογικοί παράγοντες φαίνεται να προβλέπουν την έναρξη του ατμίσματος με μεγαλύτερη ακρίβεια από πολλούς κοινωνικοδημογραφικούς παράγοντες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, οι μη καπνιστές που βιώνουν μεγαλύτερη ψυχική δυσφορία έχουν πάνω από 40% μεγαλύτερη πιθανότητα να αρχίσουν να ατμίζουν, σε αντίθεση με την αύξηση κατά 7% που οφείλεται στις οικονομικές δυσκολίες. Η πιθανότητα ατμίσματος αυξήθηκε επίσης κατά 21% στα άτομα με χαμηλότερο αυτοέλεγχο και κατά 9% στα εξωστρεφή άτομα. «Το εύρημα αυτό αποτέλεσε έκπληξη, καθώς τα κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά είναι συνήθως ισχυροί προγνωστικοί παράγοντες της χρήσης ουσιών», σχολίασε η ερευνήτρια.

Η δρ. Conner ελπίζει ότι τα ευρήματα θα βοηθήσουν τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν πώς τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά καθιστούν το άτμισμα πιο ελκυστικό, οδηγώντας σε μια μείωση των προϊόντων καπνού και μια διαφορετική προσέγγιση των ψυχικών δυσκολιών και προκλήσεων.

Διαβάστε επίσης:

Έπιασα το παιδί μου να καπνίζει – Και τώρα, πώς αντιμετωπίζουμε την κατάσταση;

Ηλεκτρονικό τσιγάρο: Από τι κινδυνεύουν τα δόντια όσων ατμίζουν

Άτμισμα: Η νέα απειλή που αυξάνει τον κίνδυνο διαβήτη