Η ψυχική υγεία έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα δημόσιας υγείας, με ιδιαίτερη έμφαση στα παιδιά και τους νέους. Η πανδημία COVID-19 δεν δημιούργησε μόνο νέες δυσκολίες αλλά και αποκάλυψε την ήδη υπάρχουσα ευαλωτότητα του νεανικού πληθυσμού, εντείνοντας τα φαινόμενα άγχους, κατάθλιψης και ψυχικής δυσφορίας. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), η αυτοκτονία είναι πλέον η δεύτερη κύρια αιτία θανάτου μεταξύ ατόμων ηλικίας 15 – 29 ετών, ενώ η αυτοτραυματική συμπεριφορά αυξάνεται ανησυχητικά, ιδίως μεταξύ των εφήβων κοριτσιών.
Αύξηση της αυτοκτονίας και του αυτοτραυματισμού των νέων
Μεταξύ 2018 και 2022, ο επιπολασμός των πολλαπλών παραπόνων για την υγεία –βασικός δείκτης ευημερίας– αυξήθηκε κατά μέσο όρο 25% στους 15χρονους μαθητές σε όλες τις χώρες της ΕΕ, με μοναδική εξαίρεση τη Βουλγαρία. Τα κορίτσια έχουν πληγεί δυσανάλογα, εμφανίζοντας σταθερά χειρότερη ψυχική υγεία από τα αγόρια και ταχύτερη επιδείνωση με την πάροδο του χρόνου.
Την ίδια στιγμή, οι διαταραχές ψυχικής υγείας σε άτομα κάτω των 20 αυξήθηκαν κατά 20% στη διάρκεια της πανδημίας. Η αυτοκτονία, η οποία κατέχει τη δεύτερη θέση ως αιτία θανάτου στους νέους 15-29 ετών, παρουσιάζει αυξανόμενη τάση. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2011 και 2021, το ποσοστό των θανάτων που σχετίζονται με αυτήν, αυξήθηκε κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες στους νέους κάτω των 25, ενώ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες στους ενήλικες άνω των 25. Επίσης, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, 1 στους 4 νέους ανέφερε ότι βίωσε αυτοκτονικό ιδεασμό, ποσοστό πενταπλάσιο σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Παράγοντες όπως οι ψυχικές διαταραχές, ο διαδικτυακός εκφοβισμός, η ακαδημαϊκή πίεση, οι διαπροσωπικές συγκρούσεις και η πρόσβαση σε μέσα αυτοτραυματισμού συμβάλλουν στον αυξανόμενο κίνδυνο.

Πηγή: ΟΟΣΑ
Ο αντίκτυπος της ψυχικής ασθένειας στην καθημερινή ζωή
Οι πιο διαδεδομένες διαταραχές μεταξύ των νέων είναι το άγχος και η κατάθλιψη, με ποσοστά που παραμένουν αυξημένα σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Οι έφηβοι ηλικίας 15-19 ετών φέρουν το μεγαλύτερο ψυχικό φορτίο άγχους, ενώ η κατάθλιψη επηρεάζει περίπου το 4% των εφήβων και νεαρών ενηλίκων.
Οι ψυχικές διαταραχές που εκδηλώνονται στην παιδική και εφηβική ηλικία συχνά επιμένουν και κατά την ενήλικη ζωή, επηρεάζοντας αρνητικά την εκπαίδευση, την απασχολησιμότητα και τη συνολική ποιότητα ζωής. Για παράδειγμα, τα παιδιά και οι έφηβοι με ψυχική δυσφορία έχουν 25% περισσότερες πιθανότητες να επαναλάβουν σχολικά έτη. Μόνο το 25% των ατόμων με ψυχικές δυσκολίες καταφέρνουν να ολοκληρώσουν τριτοβάθμια εκπαίδευση, έναντι 32% των συνομηλίκων τους.
Κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην επιδείνωση της ψυχικής υγείας των νέων
Η ψυχική υγεία των παιδιών και των νέων διαμορφώνεται από ένα σύνθετο πλέγμα κοινωνικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών και προσωπικών παραγόντων. Η πανδημία COVID-19 προκάλεσε μαζική κοινωνική απομόνωση, αβεβαιότητα, εκπαιδευτικές ανισότητες και διακοπές στη ρουτίνα, επηρεάζοντας ιδιαίτερα νέους με προϋπάρχουσες ευαλωτότητες. Παράλληλα, το φαινόμενο του κλιματικού άγχους –το άγχος που βιώνουν οι νέοι για την περιβαλλοντική κρίση και την αδράνεια των κυβερνήσεων– έχει αυξηθεί κατακόρυφα: σχεδόν 60% των νέων ηλικίας 16-25 ετών δηλώνουν ότι νιώθουν «πολύ» ή «εξαιρετικά» ανήσυχοι για την κλιματική αλλαγή, ενώ 45% αναφέρουν ότι οι σκέψεις αυτές επηρεάζουν αρνητικά την καθημερινότητά τους.
Επίσης, οι πόλεμοι και οι γεωπολιτικές συγκρούσεις συμβάλλουν στην εμφάνιση τραύματος, άγχους και αποσταθεροποίησης. Τέλος, η υπερβολική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και διαταραχών ύπνου. Η προβληματική χρήση αυξήθηκε κατά 50% μεταξύ 2018 και 2022, φτάνοντας το 11% των παιδιών και εφήβων.
Ωστόσο, θετικοί παράγοντες όπως οι σταθερές οικογενειακές σχέσεις, η σωματική υγεία, η υποστήριξη από κοινωνικά δίκτυα και η προσβασιμότητα σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας συμβάλλουν καθοριστικά στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των νέων.
Κενά στη φροντίδα της ψυχικής υγείας των νέων
Παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά κενά στην εφαρμογή πολιτικών για την πρόληψη και τη φροντίδα της ψυχικής υγείας των νέων. Σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ και του ΠΟΥ (2023), αν και το 96% των χωρών της ΕΕ διαθέτει εθνική στρατηγική για την ψυχική υγεία, μόνο 10%-25% έχουν πλήρως εφαρμόσει τα μέτρα αυτά σε κρίσιμους τομείς όπως τα σχολεία, η πρωτοβάθμια περίθαλψη και ο εργασιακός χώρος.
Παράλληλα, οι ανάγκες ψυχικής φροντίδας των νέων παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεκπλήρωτες. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εκτιμάται ότι το 50% των Ευρωπαίων ηλικίας 18-29 ετών δεν έλαβε την απαραίτητη στήριξη, λόγω εμποδίων όπως το κόστος, οι μακρές αναμονές και το κοινωνικό στίγμα. Η έλλειψη έγκαιρης πρόσβασης, ιδιαίτερα για ήπια και μέτρια συμπτώματα, αποτελεί σοβαρή αδυναμία των συστημάτων υγείας. Σημειώνεται ότι υπάρχει 10%-20% πιθανότητα η ήπια κατάθλιψη να εξελιχθεί σε μείζονα διαταραχή, αν δεν υπάρξει παρέμβαση, ειδικά σε νέες ηλικίες.
Αποτελεσματικές πρακτικές για την προώθηση της ψυχικής ευημερίας
Ο ΟΟΣΑ έχει προσδιορίσει 11 παρεμβάσεις βέλτιστης πρακτικής, οι οποίες μπορούν να ενισχύσουν την πρόληψη και την ψυχοκοινωνική στήριξη των παιδιών και των νέων. Αυτές οργανώνονται σε 3 βασικούς άξονες:
- Σχολικά προγράμματα κοινωνικής και συναισθηματικής μάθησης, τα οποία έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν τη δύσκολη συμπεριφορά κατά 4%-9%, την κοινωνική απομόνωση κατά 15%, ενώ βελτιώνουν το κλίμα στην τάξη και τις σχολικές επιδόσεις.
- Υπηρεσίες πρώιμης και προσβάσιμης ψυχολογικής υποστήριξης, είτε μέσω κοινοτικών δομών, είτε με τη χρήση ψηφιακών εργαλείων και τηλεσυμβουλευτικής. Τέτοιες παρεμβάσεις έχουν επιφέρει μείωση κατά 10% στον επιπολασμό ψυχικών διαταραχών, ενώ προγράμματα με βάση συνομηλίκους έχουν μειώσει τα επίπεδα ψυχικής δυσφορίας κατά 19% και τη σχολική εγκατάλειψη κατά 61%.
- Πρωτοβουλίες πρόληψης αυτοκτονιών, με δράσεις όπως εκπαίδευση «φύλακα» σε σχολεία, τηλεφωνική παρακολούθηση μετά από κρίσεις και περιορισμό πρόσβασης σε μέσα αυτοτραυματισμού, έχουν επιδείξει μείωση των επαναλαμβανόμενων απόπειρων κατά 24%.
Για να διασφαλιστεί η ψυχική υγεία των μελλοντικών γενεών, είναι κρίσιμο οι κυβερνήσεις να επενδύσουν στην ουσιαστική εφαρμογή δοκιμασμένων παρεμβάσεων. Αυτό απαιτεί σαφείς κατευθυντήριες γραμμές, διακρατική συνεργασία και προσαρμογή των προγραμμάτων στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, ιδιαίτερα σε σχολεία και δομές υγείας. Η ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού ψυχικής υγείας και η δωρεάν ή χαμηλού κόστους πρόσβαση σε φροντίδα, ιδίως για την έγκαιρη υποστήριξη, είναι ζωτικής σημασίας. Παρότι το αρχικό κόστος μπορεί να είναι υψηλό, τα μακροπρόθεσμα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη είναι πολλαπλά. Τέλος, η πολιτική πρέπει να προσαρμοστεί στις προκλήσεις της ψηφιακής εποχής, με την άμεση ανάγκη συλλογής δεδομένων για την επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ψηφιακών συνηθειών στην ψυχική υγεία των νέων.
Διαβάστε επίσης
Γιατί οι έφηβοι επιλέγουν την αυτοκτονία ως λύση; Οι δύο ερωτήσεις που πρέπει να κάνουμε στο παιδί
Όλοι πιστεύουν ότι έχουν περάσει δύσκολα – Αυτή η γενιά όμως έχει σηκώσει το βαρύτερο φορτίο