Μια πρωτοποριακή μελέτη, με την υποστήριξη των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) των ΗΠΑ, αποκαλύπτει ότι ο αντίκτυπος της COVID-19 στην όσφρηση μπορεί να είναι πολύ πιο εκτεταμένος και μακροχρόνιος απ’ ό,τι είχε γίνει αντιληπτό έως τώρα. Ακόμη και άτομα που δεν παρατηρούν αλλαγές στην όσφρησή τους, σημειώνουν συχνά κακές επιδόσεις σε αντικειμενικά τεστ, γεγονός που εγείρει πιθανά ζητήματα ασφάλειας και υγείας. Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι η απώλεια της όσφρησης -γνωστή και ως υποσμία μπορεί να σηματοδοτεί βαθύτερα νευρολογικά προβλήματα, καθιστώντας όλο και πιο σημαντικές τις τακτικές εξετάσεις και την αναζήτηση νέων θεραπειών.

«Σιωπηλές», μακροπρόθεσμες επιπτώσεις

Πολλοί άνθρωποι που αναρρώνουν από την COVID-19 ενδέχεται να παρουσιάσουν ήπιες, επίμονες διαταραχές όσφρησης, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι αυτό το «κρυφό» σύμπτωμα μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ζωής, την ψυχική υγεία, ακόμη και την ασφάλεια, καθώς η ανίχνευση κινδύνων, όπως η ύπαρξη καπνού, διαρροών αερίου ή χαλασμένων τροφίμων γίνεται πιο δύσκολη.

Χρησιμοποιώντας μια αυστηρή δοκιμασία 40 οσμών, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι οι άνθρωποι που υποψιάζονται ότι η όσφρησή τους έχει μειωθεί μετά από COVID-19 πιθανότατα έχουν δίκιο. Παραδόξως, όμως, ακόμη κι εκείνοι που δεν αναφέρουν προβλήματα όσφρησης, μπορεί επίσης να παρουσιάζουν διαταραχές.

Η μελέτη

Η μελέτη διεξήχθη υπό την ηγεσία της πρωτοβουλίας RECOVER του NIH, σε συνεργασία με το Clinical Science Core του NYU Langone Health. Ερευνητές από τις ΗΠΑ μελέτησαν τη σχέση μεταξύ της λοίμωξης COVID-19 και της υποσμίας, χρησιμοποιώντας σε 3.500 ενήλικες το τεστ αναγνώρισης οσμών του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια (UPSIT), που θεωρείται ο «χρυσός κανόνας» στις δοκιμές όσφρησης.

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά:

  • Το 80% των συμμετεχόντων που ανέφερε αλλαγές στην όσφρηση μετά από COVID-19 έλαβε χαμηλή βαθμολογία στην κλινική δοκιμή περίπου 2 χρόνια αργότερα.
  • Το 23% αυτής της ομάδας είχε σοβαρή δυσλειτουργία ή είχε χάσει εντελώς την όσφρησή του.

Μεταξύ των συμμετεχόντων που δεν ανέφεραν προβλήματα όσφρησης, το 66% εξακολουθούσε να έχει ασυνήθιστα χαμηλή βαθμολογία. «Αυτή η μελέτη επιβεβαιώνει ότι τα άτομα με ιστορικό COVID-19 ενδέχεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εξασθένησης της όσφρησης», δήλωσε η δρ. Leora Horwitz, συν-συγγραφέας και καθηγήτρια στο NYU Grossman School of Medicine.

Είναι ενδιαφέρον ότι το 60% των συμμετεχόντων χωρίς COVID-19 έλαβε επίσης χαμηλή βαθμολογία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η απώλεια της όσφρησης μπορεί να είναι πιο συχνή από ό,τι πιστευόταν προηγουμένως. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι αυτό μπορεί να οφείλεται σε μη εντοπισμένες λοιμώξεις ή άλλους παράγοντες υγείας.

Σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία

Η υποσμία είναι κάτι περισσότερο από μια μικρή ενόχληση. Έχει συνδεθεί με σημαντικά προβλήματα, όπως απώλεια βάρους, κατάθλιψη, μειωμένη ποιότητα ζωής και αυξημένο κίνδυνο ατυχημάτων. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η οσφρητική δυσλειτουργία είναι μερικές φορές ένα πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι νευροεκφυλιστικών ασθενειών, όπως η νόσος Πάρκινσον ή η νόσος Αλτσχάιμερ, οι οποίες επηρεάζουν περιοχές του εγκεφάλου που επεξεργάζονται τις οσμές.

Επόμενα βήματα και θεραπείες

Οι ειδικοί διερευνούν τώρα πιθανές παρεμβάσεις για την αποκατάσταση της όσφρησης, συμπεριλαμβανομένων των συμπληρωμάτων βιταμίνης Α και της οσφρητικής εκπαίδευσης, που έχει σχεδιαστεί για να «επανασυνδέσει» την αντίδραση του εγκεφάλου στις οσμές. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η COVID-19 επηρεάζει τα αισθητηριακά και γνωστικά συστήματα θα μπορούσε να βοηθήσει στη βελτίωση αυτών των θεραπειών.

Σύμφωνα με την δρ. Horwitz, οι γιατροί θα πρέπει να ενσωματώσουν τεστ όσφρησης κατά την εξέταση των ασθενών τους. «Ακόμη κι αν οι ασθενείς δεν το αντιλαμβάνονται αμέσως, η εξασθενημένη όσφρηση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τόσο την ψυχική, όσο και τη σωματική ευεξία», είπε.

Αν και η μελέτη επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην όσφρηση και όχι στη γεύση, τα ευρήματά της υπογραμμίζουν ένα ευρύτερο πρόβλημα: Οι μακροπρόθεσμες νευρολογικές και αισθητηριακές συνέπειες της COVID-19 μπορεί να είναι πιο διαδεδομένες απ’ ότι είναι γνωστό, επηρεάζοντας ενδεχομένως εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Διαβάστε επίσης

«Βαρύ» το αποτύπωμα της COVID-19 στον εγκέφαλο – Αφορά ακόμη κι όσους δε νόσησαν

Ανακαλύφθηκε πρωτεΐνη-κλειδί που συνδέεται με την επιμονή και τη βαρύτητα της Long COVID

Διπλάσιος ο κίνδυνος long Covid σε αυτά τα παιδιά – Έρευνα αποκαλύπτει