Ο καλύτερος έλεγχος της γλυκόζης και η μικρότερη αύξηση του βάρους ήταν δύο από τα πολλαπλά οφέλη που επέδειξε σε μελέτες με εγκύους η μετφορμίνη, το από του στόματος αντιδιαβητικό φάρμακο που αποτελεί εδώ και χρόνια μια εναλλακτική στην ενέσιμη ινσουλίνη για γυναίκες με διαβήτη κύησης.

Η μετφορμίνη έχει αποτελέσει σημαντικό φαρμακευτικό όπλο για τη διαχείριση της κατάστασης που επηρεάζει μία στις έξι εγκύους παγκοσμίως, αυξάνοντας τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 για τις ίδιες και για μελλοντικές μεταβολικές διαταραχές ή προβλήματα βάρους για τα παιδιά τους. Νέα έρευνα διεπιστημονικής ομάδας από το Γερμανικό Ινστιτούτο Ανθρώπινης Διατροφής Potsdam-Rehbrücke (DIfE) ωστόσο, φωτίζει άγνωστες έως σήμερα επιπτώσεις της στην νευροανάπτυξη του εμβρύου.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν σε ειδική έκδοση του περιοδικού Molecular Metabolism.

Δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο

Η ιδιότητα της μετφορμίνης να διαπερνά τον πλακούντα και να επιδρά στην πρωτεϊνική κινάση AMPK, ένα σηματοδοτικό μονοπάτι που ρυθμίζει τη νευρογένεση, τη νευρωνική διαφοροποίηση και νευρωνική επιβίωση κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του φλοιού του εγκεφάλου, είναι γνωστή. Με αυτά τα δεδομένα στο επίκεντρο της μελέτης, η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τη Δρ Rachel Lippert αναζήτησε απαντήσεις για δύο σημαντικά ερωτήματα: πρώτον, αν η μετφορμίνη ωφελεί μόνο τη μητέρα ή και το έμβρυο και, δεύτερον, αν έχει σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για το  παιδί, ιδίως σε ό,τι αφορά τον σχηματισμό νευρωνικών κυκλωμάτων στον υποθάλαμο, μια κρίσιμη περιοχή για τη ρύθμιση της ενεργειακής ομοιόστασης.

Για τις ανάγκες τις μελέτης αξιοποιήθηκαν δύο μοντέλα ποντικιών, στα οποία προκλήθηκαν τεχνητά -μέσω πλούσιας σε λιπαρά διατροφής- τα βασικά χαρακτηριστικά που οδηγούν στον διαβήτη κύησης: σοβαρή παχυσαρκία της μητέρας πριν από την εγκυμοσύνη και υπερβολική αύξηση του βάρους κατά τη διάρκεια της κύησης.

Τα θηλυκά ποντίκια και οι απόγονοί τους υποβλήθηκαν σε αντιδιαβητική θεραπεία κατά τη διάρκεια της περιόδου γαλουχίας, διάστημα που αντιστοιχεί στο τρίτο τρίμηνο της ανθρώπινης εγκυμοσύνης ως προς την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Η θεραπεία περιλάμβανε ινσουλίνη, μετφορμίνη ή εικονικό φάρμακο, με δοσολογία προσαρμοσμένη για να αντιστοιχεί στην ανθρώπινη χρήση.

Η ερευνητική ομάδα συνέλεξε δεδομένα σχετικά με το σωματικό βάρος των ποντικών, ανέλυσε διάφορες μεταβολικές παραμέτρους και ορμόνες και εξέτασε μοριακές οδούς σηματοδότησης στον υποθάλαμο. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν επιπλέον με μια ομάδα ποντικιών που τρέφοντας με δίαιτα ελέγχου (όχι αυξημένα λιπαρά).

Σύμφωνα με τη Δρα Lippert, «ως αποτέλεσμα της αντιδιαβητικής θεραπείας στην πρώιμη μεταγεννητική περίοδο, παρατηρήσαμε μεταβολές στην αύξηση του βάρους και στα επίπεδα ορμονών των απογόνων, οι οποίες εξαρτώνται σε κρίσιμο βαθμό από τη μεταβολική κατάσταση της μητέρας. Επιπλέον, παρατηρήσαμε αλλαγές βάσει φύλου στη σηματοδότηση της AMPK του υποθαλάμου ως απόκριση στην έκθεση στη μετφορμίνη. Σε συνδυασμό με την επαγόμενη από τη μετφορμίνη μετατόπιση των εξεταζόμενων επιπέδων ορμονών, τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η μεταβολική κατάσταση της μητέρας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πριν από την έναρξη της θεραπείας του διαβήτη κύησης».

Η ίδια επεσήμανε την ανάγκη εστίασης στην πρόληψη, με ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο ζωής και διατροφής, μέχρι τουλάχιστον να βρεθεί μια θεραπεία που δεν διαπερνά τον πλακούντα.

Διαβάστε επίσης:

Πότε ο διαβήτης κύησης οδηγεί σε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

Διαβήτης κύησης: Παράγοντας κινδύνου για τη μελλοντική υγεία του παιδιού

Διαβήτης Κύησης: Μπορεί να επηρεάσει την ταχύτητα γήρανσης του παιδιού