Η παχυσαρκία, που συνίσταται στην υπερβολική συσσώρευση λίπους στο σώμα σε βαθμό που επηρεάζει δυσμενώς τη φυσιολογική του λειτουργία, έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις. Ο βαθμός του υπερβάλλοντος ή μη βάρους υπολογίζεται εν γένει με το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), που υπολογίζεται με τον τύπο ΔΜΣ= Βάρος (kg)/[Ύψος (m)]2.

Ένα άτομο της λευκής φυλής θεωρείται ότι είναι υπέρβαρο όταν έχει ΔΜΣ 25-29.9 kg/m2 και πάσχει από παχυσαρκία όταν ο ΔΜΣ είναι ≥30 kg/m2. Στη χώρα μας, στην πρώτη κατηγορία ανήκει το 37.6% και στη δεύτερη το 32.1% του συνόλου του ενήλικου πληθυσμού, γεγονός που αναδεικνύει το δραματικό μέγεθος του προβλήματος.

Η παχυσαρκία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πρόβλημα αισθητικής. Πρόκειται περί νόσου και έχει χαρακτηρισθεί ως τέτοια από πλείστους οργανισμούς υγείας και επιστημονικές εταιρείες. Είναι μία ασθένεια με καταστρεπτικές επιπτώσεις για την ποιότητα ζωής, η οποία συνδέεται με σοβαρές επιπλοκές και μείωση του προσδόκιμου ζωής. Υπολογίζεται ότι για τα άτομα με φυσιολογικό ΔΜΣ η πιθανότητα επιβίωσης έως τα 70 έτη είναι περίπου 80% και μειώνεται σε 60% για άτομα με ΔΜΣ 35-40 και μόλις 50% για εκείνα με ΔΜΣ 40-50.

Πρόκειται λοιπόν περί σοβαρής πάθησης, η οποία οδηγεί σε νόσηση και σε θάνατο μέσω πολλαπλών επιπλοκών που τη συνοδεύουν. Παρότι στην πράξη δεν υπάρχει ιστός, όργανο ή σύστημα του σώματος που δεν επηρεάζεται δυσμενώς από την παχυσαρκία, για λόγους ευκολίας οι επιπλοκές της μπορούν αδρά να κατηγοριοποιηθούν σε μεταβολικές, μηχανικές και διανοητικές.

Στις μεταβολικές επιπλοκές της παχυσαρκίας ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔ2), η δυσλιπιδαιμία (διαταραχές των λιπιδίων του αίματος), η αρτηριακή υπέρταση, τα καρδιοαγγειακά νοσήματα, η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (ΜΑΛΝΗ), ορισμένες μορφές καρκίνου και η υπογονιμότητα.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι η κατ’ εξοχήν νόσος που συνδέεται κατά τρόπο άρρηκτο με την παρουσία υπερβάλλοντος λίπους στο σώμα. Υπολογίζεται ότι έως και 90% των περιπτώσεων ΣΔ2 οφείλονται στο αυξημένο σωματικό βάρος.

Περισσότερο από 25% των ατόμων με παχυσαρκία πάσχει από ΣΔ2 και >50% από προδιαβήτη, κατάσταση που σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητας εμφανίσεως ΣΔ2 με τις καταστροφικές επιπλοκές του. Η σχέση αυτή οφείλεται κυρίως στην αντοχή στην ινσουλίνη (διαταραγμένη λειτουργία της ινσουλίνης) που συνοδεύει την παχυσαρκία.

Τα άτομα με ΔΜΣ >30 έχουν 50% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν αρτηριακή υπέρταση σε σχέση με αυτά με φυσιολογικό ΔΜΣ, και επιπλέον πολύ συχνά εμφανίζουν διαταραχές στις συγκεντρώσεις των λιπιδίων του αίματος, κυρίως υψηλές συγκεντρώσεις τριγλυκεριδίων και χαμηλές συγκεντρώσεις της προστατευτικής («καλής») χοληστερόλης HDL.

Αυτοί και άλλοι παράγοντες που αποτελούν συνέπειες του αυξημένου βάρους οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο (βλάβη των αρτηριών της καρδιάς με κυριότερη εκδήλωση το έμφραγμα του μυοκαρδίου) κατά 50% και διπλασιασμό της πιθανότητας για καρδιακή ανεπάρκεια στα άτομα που πάσχουν από παχυσαρκία έναντι εκείνων με φυσιολογικό βάρος, ανεξάρτητα από άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες όπως είναι το κάπνισμα, η ηλικία και το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.

Η συχνότητα μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος (ΜΑΛΝΗ) σε άτομα με παχυσαρκία είναι εξαιρετικά υψηλή, αφορώντας σχεδόν την πλειονότητά τους. Στο Δυτικό κόσμο, η ΜΑΛΝΗ αναμένεται να αποτελέσει σύντομα την πιο συχνή αιτία κιρρώσεως του ήπατος. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός καρκίνων εμφανίζουν σημαντική αύξηση στη συχνότητά τους με την αύξηση του σωματικού βάρους.

Τέτοιοι είναι μεταξύ άλλων οι καρκίνοι του γαστρεντερικού συστήματος (οισοφάγος, ήπαρ, παχύ έντερο κ.ά.), αλλά και ορμονοεξαρτώμενες μορφές καρκίνου, όπως του μαστού και του ενδομητρίου στις γυναίκες. Ειδικά για τον τελευταίο, η παχυσαρκία αποτελεί τον πιο σημαντικό προδιαθεσικό παράγοντα και η μείωση της συχνότητάς της αναμένεται να οδηγήσει σε εντυπωσιακή μείωση των νέων διαγνώσεων.

Στις μηχανικές επιπλοκές περιλαμβάνονται η οστεοαρθρίτιδα (βλάβες που αφορούν κυρίως τα γόνατα), η οσφυαλγία και η αποφρακτική υπνική άπνοια. Όλες αυτές επιδεινώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των πασχόντων και δυσχεραίνουν την καθημερινή λειτουργικότητά τους.

Τέλος, η παχυσαρκία σχετίζεται με σημαντική επιβάρυνση της διανοητικής και ψυχικής σφαίρας, αφού οδηγεί σε μεγάλη πιθανότητα εμφάνισης άγχους και κατάθλιψης. Ειδικά για την τελευταία, υπολογίζεται ότι άνω του 20% των ατόμων με παχυσαρκία πάσχουν από κατάθλιψη, η οποία επιδεινώνεται με τις αποτυχημένες προσπάθειες απώλειας βάρους και αποτελεί τροχοπέδη στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας από τους πάσχοντες.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η απώλεια βάρους, ακόμη και μικρή ή μέτρια, μπορεί να οδηγήσει σε θεαματικές βελτιώσεις στη συχνότητα και τη σοβαρότητα όλων των επιπλοκών που προαναφέρθηκαν. Ενδεικτικά, απώλεια της τάξης του 5-10% μπορεί να οδηγήσει σε πρόληψη της εμφάνισης ΣΔ2 και άνω του 15% σε υποστροφή του σε μεγάλο αριθμό ασθενών. Παρόμοιες απώλειες οδηγούν σε εντυπωσιακές βελτιώσεις της αρτηριακής υπέρτασης, ενώ για τη ΜΑΛΝΗ, μια απώλεια 10% σχετίζεται με εντυπωσιακή υποχώρησή της.

Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι είναι επιτακτική η ανάγκη αναγνωρίσεως από τους ασθενείς, τους επαγγελματίες υγείας και την Πολιτεία της παχυσαρκίας ως σοβαρής νόσου με δραματικές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την επιβίωση, αλλά και στα ασφαλιστικά συστήματα. Αυτό θα διευκολύνει τους ασθενείς να αναζητούν επιστημονικά τεκμηριωμένη βοήθεια, τους επαγγελματίες υγείας να την παρέχουν και την Πολιτεία να την υποστηρίζει, πολλώ μάλλον σε μια εποχή όπου οι νέες φαρμακευτικές θεραπευτικές επιλογές προμηνύουν ένα λαμπρό μέλλον.