Yπάρχει μια μορφή μη αμειβόμενης εργασίας που είναι απαραίτητη, συχνά όμως αφανής και ενδεχομένως καταστροφική για όσους την αναλαμβάνουν, χωρίς μάλιστα πολλές φορές να έχουν επιλογή. Πρόκειται για τη φροντίδα που παρέχουν οι νέοι σε ένα μέλος της οικογένειας τους, που στο ανεπτυγμένο κόσμο αγγίζει το 12%.

Σε όλη την Ευρώπη, οι άτυποι φροντιστές παρέχουν πλέον έως και το 80% της συνολικής μακροχρόνιας φροντίδας. Ο αριθμός αυτός αυξάνεται ραγδαία λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, της αύξησης των χρόνιων ασθενειών και της προόδου στην ιατρική τεχνολογία. Μεταξύ του 2000 και του 2050, η ζήτηση για μη αμειβόμενη φροντίδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% μόνο στην Ευρώπη, με παρόμοιες τάσεις να εμφανίζονται στις ΗΠΑ και την Αυστραλία.

Καθώς οι ενήλικες φροντιστές αγωνίζονται να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση, παιδιά, έφηβοι και νεαροί ενήλικες αναλαμβάνουν δράση. Στις πλάτες τους σηκώνουν τόσο το νοικοκυριό, όσο και συναισθηματικό βάρος, που θα αποτελούσε μια πρόκληση για οποιονδήποτε ενήλικα, πόσο μάλλον κάποιον σε νεότερη ηλικία. Ενώ ορισμένοι αναφέρουν αυξανόμενη ανθεκτικότητα, ωριμότητα και ενσυναίσθηση, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην εκπαίδευση, την ψυχική υγεία και τη σωματική ευεξία είναι όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθούν. H Aoife Bowman Grangel, Υποψήφια διδάκτορας στην Ψυχολογία της Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Limerick αναλύει αυτές τις επιδράσεις με άρθρο της στο The Conversation.

Το προσωπικό κόστος 

Τόσο στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και στη Γερμανία, έρευνες δείχνουν ότι οι νέοι ενήλικες φροντιστές έχουν λιγότερες πιθανότητες να ολοκληρώσουν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές, να βρουν εργασία και περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν μακροχρόνια ανεργία σε σύγκριση με τους συνομήλικούς τους. «Αυτά τα μειονεκτήματα δεν είναι μόνο οικονομικά, αλλά συνδέονται και με αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους αργότερα στη ζωή τους» επισημαίνει.

Επιπλέον, οι νέοι φροντιστές είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν εκφοβισμό, απομόνωση και περιορισμένες ευκαιρίες για φιλίες ή ψυχαγωγία. Οι χρόνιες ασθένειες μπορούν να αυξήσουν το άγχος, οδηγώντας σε οικονομικές δυσκολίες, διάλυση της οικογένειας και ενδοοικογενειακές συγκρούσεις. Η ψυχική υγεία βρίσκεται στο επίκεντρο: πολλοί νέοι φροντιστές βιώνουν ψυχολογική δυσφορία, κατάθλιψη και ακόμη και αυτοτραυματισμούς.

Σύμφωνα με τη μελέτη, που συμμετείχε και η ίδια, διαπιστώθηκε ότι οι νέοι φροντιστές σε χώρες με υψηλό εισόδημα είναι σημαντικά πιο πιθανό να βιώσουν κακή ψυχική υγεία, συμπεριλαμβανομένου του άγχους, της κατάθλιψης και της σοβαρής συναισθηματικής δυσφορίας. Οι νέοι φροντιστές που παρέχουν προσωπική φροντίδα, αφιερώνουν περισσότερες ώρες κάθε εβδομάδα ή βρίσκονται σε αυτή τη θέση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.

Τα κορίτσια και οι νεαρές γυναίκες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, ενώ υπερτερούν αριθμητικά μεταξύ των νέων φροντιστών. Είναι, μάλιστα, πιο πιθανό να αναλάβουν εντατικές ή ευθύνες που εμμένουν χρονικά. Αυτές οι ανισότητες δεν τελειώνουν στην παιδική ηλικία. Ως νεαρές ενήλικες, οι γυναίκες φροντιστές τείνουν να έχουν χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και μικρότερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας σε σύγκριση με τους άνδρες φροντιστές, μειονεκτήματα που έχουν επιπτώσεις στη μακροπρόθεσμη ψυχική και οικονομική τους ευημερία.

Τι πρέπει να γίνει 

Παρά τον αυξανόμενο αριθμό τους, οι νέοι φροντιστές συχνά παραμένουν αόρατοι στα σχολεία, στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης και στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν παρέχουν καμία επίσημη αναγνώριση, δικαιώματα ή προστασία. Παρόλο που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασχολήθηκε με το θέμα το 2018 και το 2022, οι νέοι φροντιστές εξακολουθούν να απουσιάζουν από τα βασικά πλαίσια της ΕΕ.

Παρόλα αυτά, η επαρκής υποστήριξη μπορεί να κάνει τη διαφορά. Μελέτες δείχνουν ότι η αναγνώριση και η αντιληπτή υποστήριξη, είτε από εκπαιδευτικούς, φίλους, επαγγελματίες είτε από κυβερνητικές πολιτικές, μπορούν να θωρακίσουν την ψυχική υγεία των νέων φροντιστών και να βελτιώσουν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά τους. Η υποστήριξη μπορεί να λάβει πολλές μορφές: ανακουφιστική φροντίδα, σχολικές παροχές, οικονομική βοήθεια, καθοδήγηση ή ακόμα και μια απλή αναγνώριση της σημασίας του ρόλου τους. Χωρίς παρέμβαση, το προσωπικό και κοινωνικό κόστος είναι σημαντικό: επιδείνωση της ψυχικής υγείας, απώλεια εκπαιδευτικών και επαγγελματικών ευκαιριών και αυξημένη οικονομική εξάρτηση στην ενήλικη ζωή.

«Εάν δεν υποστηρίξουμε τους νέους φροντιστές, αποτυγχάνουμε σε ολόκληρη μια γενιά σιωπηλών φροντιστών και κινδυνεύουμε να υπονομεύσουμε τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας και φροντίδας μας για τις επόμενες δεκαετίες» καταλήγει η ειδικός.

Διαβάστε επίσης

Burnout λόγω ενηλικίωσης: Οι δύο γενιές που δεν θέλουν να «γίνουν μεγάλοι»

Γενιά – «σάντουιτς»: Από τι κινδυνεύουν οι 50χρονοι που φροντίζουν και γονείς και παιδιά

«Χρειάζονται κι οι φροντιστές φροντίδα» – Το μήνυμα της συζύγου του Μπρους Γουίλις με αφορμή τον θάνατο των Χάκμαν