Η αερόβια άσκηση μπορεί να έχει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος, σύμφωνα με έρευνα σε πειραματόζωα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό MetabolismΟι συγγραφείς της μελέτης María Isabel Heràndez-Alvarez από το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, Rodrigo Troncoso από το Πανεπιστήμιο της Χιλής και Víctor Cortés από το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής, αναφέρουν ότι τα ευρήματα ανοίγουν τον δρόμο για νέες προσεγγίσεις ως προς τον εντοπισμό και πρόληψη της πάθησης που αφορά έναν στους τέσσερις παγκοσμίως.

H μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος χαρακτηρίζεται από υπερσυγκέντρωση σταγονιδίων λιπιδίων ή λιποσταγονιδίων (LD) μέσα στα ηπατικά κύτταρα. Παρουσιάζοντας σε δελτίο τύπου την επίδραση της αερόβιας άσκησης μέτριας έντασης σε βάθος χρόνου, η καθηγήτρια Heràndez-Alvarez εξήγησε ότι ενισχύει τον μεταβολισμό του λίπους, μειώνοντας έτσι το μέγεθος των λιποσταγονιδίων και, επομένως, τη σοβαρότητα της νόσου.

«Ως εκ τούτου, οι ενεργειακές απαιτήσεις που προκαλούνται από την άσκηση καθορίζουν τις ρυθμιζόμενες αλλαγές στις φυσικές και λειτουργικές σχέσεις ανάμεσα στα λιποσταγονίδια και τα μιτοχόνδρια, τα κυτταρικά οργανίδια που παρέχουν ενέργεια για τον μεταβολισμό» συμπλήρωσε.

Η αλληλεπίδραση αυτή μπορεί να λαμβάνει χώρα μεταξύ ενός συγκεκριμένου πληθυσμού μιτοχονδρίων που ονομάζεται μιτοχόνδρια προσκολλημένα σε λιποσταγονίδια (PDM). «Ως αποτέλεσμα, υπάρχει υψηλότερη οξείδωση των λιπιδίων στον συγκεκριμένο πληθυσμό μιτοχονδρίων, μια διαδικασία που συμβάλλει στην πρόληψη της εξέλιξης της νόσου» πρόσθεσε ο καθηγητής Heràndez-Alvarez.

«Η αλληλεπίδραση μεταξύ των λιποσταγονιδίων (LD) και των μιτοχονδρίων είναι λειτουργικά σημαντική για την ομοιόσταση του μεταβολισμού του λίπους. Η άσκηση βελτιώνει τη λιπώδη ηπατική νόσο, αλλά μέχρι σήμερα ήταν άγνωστο αν η νόσος είχε άμεσο αντίκτυπο στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ηπατικών λιποσταγονιδίων και των μιτοχονδρίων» σχολίασε ο καθηγητής Hernàndez-Alvarez, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Βιοχημείας και Μοριακής Βιοϊατρικής του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης.

Η μιτοφουσίνη 2

Οι συγγραφείς της μελέτης τονίζουν ότι η μιτοφουσίνη 2 (Mfn-2), μια πρωτεΐνη στην εξωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων, φαίνεται να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην ως άνω διαδικασία, τροποποιώντας την επικοινωνία μεταξύ των λιποσταγονιδίων και του συγκεκριμένου πληθυσμού μιτοχονδρίων.

«Διαπιστώσαμε μείωση του περιεχομένου που σχετίζεται με κορεσμένα λιπαρά οξέα στις ηπατικές μιτοχονδριακές μεμβράνες των πειραματόζωων που ασκούνταν. Αυτό υποδηλώνει ότι η ρευστότητα των μεμβρανών αυξάνεται στα μιτοχόνδρια» εξηγεί ο καθηγητής Heràndez-Alvarez. «Στην περίπτωση των ποντικών χωρίς το γονίδιο Mfn-2, που εξωθήθηκαν σε σωματική δραστηριότητα, δεν παρατηρήσαμε αλλαγές στον κορεσμό και στον μεταβολισμό των λιπαρών οξέων. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι η πρωτεΐνη Mfn-2 συμμετέχει στη ρύθμιση της σύνθεσης των λιπαρών οξέων στις μιτοχονδριακές μεμβράνες ως απόκριση στην άσκηση».

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η εργασία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την κατανόηση των μεσολαβητών και των μοριακών μηχανισμών που μπορούν να γίνουν πρόσφορο έδαφος για νέες στρατηγικές στην πρόληψη της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος.