Γυναίκες που βρίσκονται ή προετοιμάζονται για εγκυμοσύνη θα πρέπει να ελέγχονται από ενδοκρινολογικής πλευράς για: 1) τη θυρεοειδική λειτουργία, 2) το μεταβολισμό της γλυκόζης και 3) τις συγκεντρώσεις ασβεστίου και βιταμίνης D.

Σχετικά με τον έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας πρέπει να γίνεται μέτρηση κατ’ αρχάς της TSH, μιας ορμόνης που παράγεται από την υπόφυση και ρυθμίζει την έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών από το θυρεοειδή αδένα. Στην περίπτωση της κύησης, επιθυμητές τιμές είναι <2.5 μIU/ml. Αν ανευρεθούν υψηλότερες τιμές, συνήθως είναι απαραίτητη η θεραπεία με εξωγενή χορήγηση θυροξίνης.

Κατά την αρχική επίσκεψη κάθε εγκύου πρέπει να πραγματοποιείται μέτρηση γλυκόζης νηστείας και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1C). Αν διαπιστωθεί γλυκόζη >126 mg/dl, θεωρείται ότι προϋπήρχε σακχαρώδης διαβήτης. Αν η γλυκόζη είναι ≥92 mg/dl, αλλά <126 mg/dl, διαγιγνώσκεται σακχαρώδης διαβήτης κύησης. Αν η γλυκόζη είναι <92 mg/dl, προγραμματίζεται διενέργεια δοκιμασίας φόρτισης μεταξύ 26ης και 28ης εβδομάδος της κύησηςμε λήψη 75 gr γλυκόζης από του στόματος και μέτρηση γλυκόζης αίματος προ, 60΄ και 120΄ μετά τη λήψη γλυκόζης. Όταν έστω και μία τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από τις παρακάτω τιμές, διαγιγνώσκεται σακχαρώδης διαβήτης κύησης: 0’ 92 mg/dl, 60΄ 180 mg/dl, 120΄153 mg/dl.

Σε περίπτωση διάγνωσης σακχαρώδους διαβήτη κύησης, συνιστώνται μικρά και συχνά γεύματα. Η συνολική θερμιδική πρόσληψη πρέπει να προέρχεται κατά 35-45% από υδατάνθρακες (με αποφυγή ευαπορρόφητων), 20-25% από πρωτεΐνες και 30-40%από λίπη. Στις παχύσαρκες γυναίκες προτείνεται μέτριος περιορισμός θερμίδων, αλλά όχι κάτω από 1800 kcal την ημέρα. Εφόσον δεν υπάρχει μαιευτική αντένδειξη, ήπια σωματική άσκηση, όπως περπάτημα 10΄ μετά τα κύρια γεύματα, συμβάλλει σημαντικά στην αντιμετώπιση. Όταν δεν επιτυγχάνεται γλυκαιμική ρύθμιση ή εμφανίζονται σημεία μακροσωμίας στο υπερηχογράφημα του εμβρύου, μπορεί να απαιτηθεί ινσουλινοθεραπεία.

Τέλος, πρέπει να ελέγχονται οι συγκεντρώσεις ασβεστίου και βιταμίνης D σε κάθε κύηση. Επιθυμητές τιμές 25ΟΗD είναι >30 ng/ml. Η βιταμίνη D παράγεται στο δέρμα με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας, οπότε εξέχουσας σημασίας είναι η έκθεση στον ήλιο. Από πλευράς διατροφής, σημαντικές πηγές αποτελούν τα λιπαρά ψάρια, όπως σολομός και σαρδέλα, ο κρόκος αυγού και το συκώτι.

Συνήθως, όμως, τα ανωτέρω δεν επαρκούν και απαιτείται υποκατάσταση με συμπληρώματα.