Η πανδημία αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια κρίσιμη περίοδο, που φεύγοντας, άφησε πίσω της νέες συνήθειες και αρκετές αλλαγές. Και μπορεί οι ενήλικες να είναι πιο ανθεκτικοί και καλύτερα προετοιμασμένοι να διαχειριστούν μεγάλες κρίσεις και σημαντικές αλλαγές, οι έφηβοι όμως είναι πιο ευάλωτοι, γεγονός που αποτυπώνεται στα σχετικά ερευνητικά ευρήματα.

Στην Ελλάδα, πρόσφατες μελέτες ανέδειξαν σημαντικές αλλαγές στις εμπειρίες εκφοβισμού (bullying) και τα συναφή συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα μεταξύ των νέων ηλικίας 12-16 ετών πριν και μετά την πανδημία.

Αύξηση της συχνότητας του εκφοβισμού μετά την πανδημία

Μια μελέτη χρονικής τάσης που διεξήχθη στην Ελλάδα συνέκρινε δεδομένα από δύο διατομεακές έρευνες: Μία του 2016 -προ πανδημίας- και μία άλλη του 2023 (μετά την πανδημία). Τα ευρήματα αποκάλυψαν σημαντική αύξηση τόσο των περιστατικών παραδοσιακού (12,4% σε 21,7%), όσο και διαδικτυακού εκφοβισμού (από 4,0% σε 11,6%.).

Αυτές οι αυξήσεις υποδηλώνουν ότι η πανδημία μπορεί να επιδείνωσε τους παράγοντες που συμβάλλουν στον εκφοβισμό, όπως το αυξημένο άγχος, η κοινωνική απομόνωση και η αυξημένη διαδικτυακή δραστηριότητα. Η στροφή στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση και η μειωμένη προσωπική επίβλεψη δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για περιστατικά διαδικτυακού εκφοβισμού, ενώ η επιστροφή στις αίθουσες ενδέχεται να έχει αναζωπυρώσει τις παραδοσιακές συμπεριφορές εκφοβισμού.

Κορυφώθηκαν οι προκλήσεις ψυχικής υγείας

Στην ίδια μελέτη αποτυπώθηκε επίσης σημαντική αύξηση των συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών, με τη μέση συνολική βαθμολογία να αυξάνεται από 8,59 σε 14,16 μεταξύ 2016 και 2023.

Τα ευρήματα ευθυγραμμίζονται με άλλες έρευνες, που δείχνουν ότι η πανδημία έχει επηρεάσει αρνητικά την ψυχική υγεία των νέων. Παράγοντες όπως η παρατεταμένη κοινωνική απομόνωση, το οικογενειακό άγχος και η αβεβαιότητα για το μέλλον έχουν συμβάλει στην αύξηση του άγχους, της κατάθλιψης και των προβλημάτων συμπεριφοράς.

«Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι τα ποσοστά σχολικού εκφοβισμού και βίας (παραδοσιακού -traditional bullying- και ηλεκτρονικού -cyberbullying), ήταν σημαντικά αυξημένα στο δείγμα των εφήβων μαθητών γυμνασίου μετά την πανδημία, συγκριτικά με εκείνα του δείγματος που μελετήθηκε πριν από την πανδημία. Επιπλέον, οι έφηβοι της μελέτης παρουσίαζαν, μετά την πανδημία, υψηλότερα επίπεδα συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών. Τέλος, βρέθηκε σύνδεση μεταξύ εμπλοκής σε bullying και δυσκολιών ψυχικής υγείας, ωστόσο απαιτούνται περαιτέρω μελέτες», τονίζει ο κ. Γεράσιμος Κολαΐτης, Ομότιμος Καθηγητής Παιδοψυχιατρικής ΕΚΠΑ και Πρόεδρος ΔΣ στο Ελληνικό Ινστιτούτο Μελέτης Τραύματος και Προαγωγής Ψυχικής Υγείας, που συμμετείχε στη μελέτη.

Ποιοι είναι πιο επιρρεπείς στον εκφοβισμό;

Η μελέτη ανέδειξε, επίσης, συγκεκριμένους δημογραφικούς παράγοντες, που σχετίζονται με υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής στον εκφοβισμό και προβλήματα ψυχικής υγείας.

«Τα αγόρια είχαν διπλάσιες πιθανότητες εμπλοκής από τα κορίτσια. Επιπλέον, παιδιά από αστικές περιοχές είχαν περισσότερες πιθανότητες συμμετοχής σε cyberbullying. Παιδιά από μη παραδοσιακές οικογένειες, που δεν ζούσαν δηλαδή και με τους δύο βιολογικούς γονείς, και παιδιά που δεν είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα ήταν πιο πιθανό να εμπλακούν σε συμπεριφορές bullying. Είναι γνωστό πως τα παιδιά οικογενειών που μειονεκτούν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αποτελούν ευάλωτους πληθυσμούς, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στο bullying. Είναι αναγκαίο τέτοιοι επιβαρυντικοί παράγοντες να λαμβάνονται υπόψιν στον σχεδιασμό, την οργάνωση και εφαρμογή στοχευμένων παρεμβάσεων πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας. Η πολιτεία έχει χρέος να ανταποκριθεί στις ήδη αυξημένες ανάγκες ψυχικής υγείας των παιδιών, αξιοποιώντας υπηρεσίες, φορείς και επιστήμονες εγνωσμένου έργου και κύρους», σχολίασε σχετικά ο κ. Κολαΐτης.

Συνέπειες για την πολιτική και την παρέμβαση

Η αξιοσημείωτη αύξηση των περιστατικών εκφοβισμού και των προκλήσεων ψυχικής υγείας μεταξύ των Ελλήνων εφήβων μετά την πανδημία αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη για στοχευμένες στρατηγικές παρέμβασης. Τα σχολεία θα πρέπει να εφαρμόζουν ολοκληρωμένα προγράμματα κατά του εκφοβισμού, χωρίς αποκλεισμούς, λαμβάνοντας υπόψη το διαφορετικό υπόβαθρο και τις εμπειρίες των μαθητών.

Επιπλέον, οι υπηρεσίες υποστήριξης ψυχικής υγείας πρέπει να ενισχυθούν εντός των εκπαιδευτικών πλαισίων. Η παροχή προσβάσιμης συμβουλευτικής και η δημιουργία ενός υποστηρικτικού σχολικού περιβάλλοντος μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων και στην προώθηση της ευημερίας.

«Απαιτούνται παρεμβάσεις σε όλα αυτά τα επίπεδα: Σε ατομικό, σε επίπεδο παιδιού δηλαδή και σε επίπεδο πρόληψης, έγκαιρης ανίχνευσης, διάγνωσης και διαχείρισης, καθώς επίσης μείωσης των συνεπειών του bullying. Υπάρχει ανάγκη όχι μόνο ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινωνίας και των επιστημόνων που ασχολούνται με παιδιά (παιδιάτρων, εκπαιδευτικών κ.α), αλλά και εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου, και όχι μόνο καταγγελίας του. Τα παιδιά – θύματα, όπως και οι θύτες – θύματα, τεκμηριωμένα παρουσιάζουν προβλήματα ψυχικής υγείας και ποιότητας ζωής μακροπρόθεσμα, ενώ οι θύτες συχνά εξελίσσονται σε νέους ενήλικες με προβλήματα αντικοινωνικότητας. Απαραίτητες είναι και παρεμβάσεις σύντομης διάρκειας, που στοχεύουν στην ενίσχυση και διευκόλυνση της γονικής λειτουργίας, καθώς οι συμπεριφορές bullying αποτελούν συχνά σύμπτωμα προβληματικής γονικής λειτουργίας και οικογένειας. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το ευρωπαικό πρόγραμμα «Ας Μιλήσουμε για τα Παιδιά», με συνεργάτες τους κ.κ. Γ. Γιαννακόπουλο, αναπληρωτή καθηγητή Παιδοψυχιατρικής ΕΚΠΑ, Φ. Ζαραβίνο-Τσάκο, ερευνητή ψυχολόγο, και μεταπτυχιακές φοιτήτριες), στο οποίο εκπαιδεύουμε εκπαιδευτικούς ή και ειδικούς υγείας και ψυχικής υγείας, με τεκμηριωμένα πολύ καλή αποτελεσματικότητα», καταλήγει ο κ. Κολαΐτης.

Διαβάστε επίσης

Σχολικός εκφοβισμός: Καθοριστική η στάση που κρατούν οι «παρατηρητές»

Adolescence: Η σειρά που σφίγγει το στομάχι – Γιατί το πιο επικίνδυνο μέρος για έναν έφηβο είναι το δωμάτιό του

Η συνήθεια που γεμίζει άγχος τους εφήβους – Μέσα σε δύο ώρες