Μακροπρόθεσμα επικίνδυνες φαίνεται πως είναι οι επιπτώσεις της τηλεργασίας στη συνολική υγεία και η ανάκαμψη από αυτή την καθημερινότητα θα μπορούσε να αργήσει ακόμα και μερικά χρόνια. Όπως αποκαλύπτει νεότερη βρετανική έκθεση, το ένα πέμπτο όσων εργάζονται από το σπίτι ασκούνται λιγότερο, ενώ αντίστοιχα το ένα τρίτο καταναλώνει περισσότερο φαγητό.

Οι αρνητικές συνέπειες όμως του «μένουμε σπίτι» δε σταματούν εκεί. Μεγάλο ποσοστό των ατόμων ανέβαλε τις προληπτικές του εξετάσεις, με τα μισά άτομα να μην έχουν επισκεφτεί το γιατρό τους τον περασμένο χρόνο και το 60% να μην έχουν πραγματοποιήσει τον ετήσιο οδοντιατρικό έλεγχο.

Επιπλέον, περίπου το 15% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι εξακολουθούν να καταναλώνουν περισσότερο αλκοόλ σε σύγκριση με την έναρξη της πανδημίας, ενώ για το 34% η ψυχική υγεία επιδεινώθηκε, απόρροια των lockdowns και της τηλεργασίας. Οι ειδικοί μάλιστα εκτιμούν ότι τα επίπεδα ψυχικής και σωματικής υγείας δεν αναμένεται να επανέλθουν σύντομα στα προπανδημικά επίπεδα.

Η έρευνα ονομάστηκε Δείκτης Ευημερίας (Wellbeing Index) και πραγματοποιήθηκε από ασφαλιστική εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης, βασιζόμενη σε έρευνα περισσότερων από 8.000 ενηλίκων στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Μάρτιο.

Όπως εξηγεί ο δρ. Robin Clark, ιατρικός διευθυντής της ασφαλιστικής εταιρείας, «τα lockdowns, το κλείσιμο των γυμναστηρίων και η γενική αβεβαιότητα δυσκόλεψαν πολλούς να βάλουν σε προτεραιότητα την υγεία τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας».

Ωστόσο, σύμφωνα με τα ίδια δεδομένα, η πλειοψηφία των ατόμων έχει αναγνωρίσει το πρόβλημα και έχει αποφασίσει να βελτιώσει τις συνήθειές τους. Ειδικότερα, το ένα τρίτο θέλει να μειώσει τα ανθυγιεινά τρόφιμα, ενώ το 30% δήλωσε ότι στοχεύει να ασκείται πιο συστηματικά.

«Είναι βασικό σιγά σιγά να βαδίσουμε προς έναν πιο δραστήριο και υγιεινό τρόπο ζωής και πραγματικά είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε ότι η υγεία έρχεται και πάλι σε πρώτο πλάνο, μετριάζοντας τις επιπτώσεις της παρατεμαμένης παραμονής στο σπίτι» προσθέτει ο δρ. Robin Clark.

Οι κίνδυνοι για την υγεία που ελλοχεύουν από την καθιστική ζωή έχουν ήδη αναδειχθεί και από προηγούμενες μελέτες, υποδεικνύοντας ότι η αδράνεια θα μπορούσε να είναι εξίσου επιβλαβής με το κάπνισμα, ενώ αντίστοιχα συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο σακχαρώδους διαβήτη, καρδιαγγειακών παθήσεων και θρομβώσεων.

Αντίστοιχα όμως, υπάρχουν και έρευνες που έχουν αναδείξει ότι η καθιστική ζωή ήταν ήδη ένα σοβαρό πρόβλημα πριν από την ανάδυση της πανδημίας, επισημαίνοντας ότι το 28% των ενηλίκων ήταν ήδη παχύσαρκο και ένα άλλο 36% ήταν ήδη υπέρβαρο.