Η νόσος Αλτσχάιμερ -και γενικότερα η άνοια -αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία στις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς επηρεάζει εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως και η συχνότητά της αναμένεται να αυξηθεί δραματικά τις επόμενες δεκαετίες. Συγκεκριμένα, το 2019 εκτιμάται ότι 57,4 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζούσαν με άνοια, αριθμός που αναμένεται να φτάσει τα 152,8 εκατομμύρια έως το 2050.
Παρότι η ακριβής αιτία της νόσου παραμένει άγνωστη, η επιστημονική κοινότητα στρέφεται όλο και περισσότερο στη μελέτη παραγόντων που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και την καρδιαγγειακή υγεία.
Σε αυτό το πλαίσιο, νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Σαν Αντόνιο (UT Health San Antonio) αναδεικνύει έναν πιθανό σύνδεσμο μεταξύ των λιπιδίων του αίματος και της εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ. Τα αποτελέσματα βασίστηκαν σε δεδομένα από τη μακροχρόνια μελέτη Framingham Heart Study και δημοσιεύθηκαν στο Neurology.
Όπως σημειώνει η επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής τον Δρ. Σωκράτη Χαρίση, MD, ερευνητή στο Ινστιτούτο Glenn Biggs για τη νόσο Αλτσχάιμερ και τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις, τα ευρήματα παρέχουν σημαντικές ενδείξεις ότι οι δείκτες λιπιδίων στο αίμα ίσως αποτελέσουν εργαλείο για την πρόβλεψη και πρόληψη της νόσου στο μέλλον.
Αντιφατικοί ρόλοι της «κακής» και της «καλής» χοληστερόλης
Η μελέτη διαπίστωσε ότι αυξημένα επίπεδα μικρών, πυκνών σωματιδίων LDL χοληστερόλης (sdLDL-C) –τύπος της λεγόμενης «κακής» χοληστερόλης– συνδέονται με 21% αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης νόσου Αλτσχάιμερ. Αυτά τα σωματίδια θεωρούνται πιο επικίνδυνα λόγω της τάσης τους να διεισδύουν στα τοιχώματα των αγγείων και να συμβάλλουν στο σχηματισμό αθηροσκλήρωσης.
Αντίθετα, υψηλότερα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης ApoB48 -η οποία μεταφέρει τα διατροφικά λίπη από το έντερο στο αίμα -συσχετίστηκαν με 22% μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ. Η εν λόγω μελέτη είναι από τις πρώτες που εξετάζουν συστηματικά τον πιθανό ρόλο της ApoB48 στην πρόβλεψη της νόσου.
Ένα από τα πλέον «αναπάντεχα» ευρήματα ήταν ότι οι συμμετέχοντες με χαμηλότερα επίπεδα HDL-C («καλής» χοληστερόλης) είχαν μικρότερες πιθανότητες εμφάνισης της νόσου, σε σχέση με εκείνους με υψηλότερες τιμές. Αυτό αναφέρεται ως «παράδοξο», καθώς παραδοσιακά η «καλή» χοληστερόλη θεωρείται προστατευτική έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος, δεν εντοπίστηκαν ισχυρές συνδέσεις ανάμεσα στην LDL χοληστερόλη ή στη λιποπρωτεΐνη (α) -Lp(a) -και την εμφάνιση της νόσου.
«Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα της σχέσης των λιπιδίων του αίματος με την υγεία του εγκεφάλου και της καρδιάς. Είναι πιθανό κάποια λιπίδια να επιδρούν διαφορετικά στις καρδιαγγειακές παθήσεις απ’ ό,τι στις νευροεκφυλιστικές διεργασίες», εξηγεί ο Δρ. Χαρίσης.
Δεδομένα από δεκαετίες παρακολούθησης
Η ανάλυση βασίστηκε σε δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν το διάστημα 1985-1988 από 822 συμμετέχοντες άνω των 60 ετών, οι οποίοι τότε δεν είχαν διαγνωστεί με άνοια. Αξίζει να αναφερθεί ότι επρόκειτο για άτομα της αρχικής κοορτής, δηλαδή της μελέτης Framingham Heart Study. Οι ερευνητές τους παρακολούθησαν για περισσότερες από 3 δεκαετίες –έως το 2020– καταγράφοντας τυχόν εμφάνιση της νόσου Αλτσχάιμερ. Από το σύνολο των ατόμων, 128 εμφάνισαν τη νόσο.
Η στατιστική επεξεργασία έδειξε επιπλέον ότι:
- Τα άτομα στο χαμηλότερο τεταρτημόριο της HDL-C («καλή» χοληστερόλη) είχαν 44% λιγότερες πιθανότητες εμφάνισης Αλτσχάιμερ σε σχέση με όσους βρίσκονταν στα υψηλότερα τεταρτημόρια.
- Συμμετέχοντες με συγκεντρώσεις LDL-C μικρής πυκνότητας (sdLDL-C) κάτω από τη διάμεσο είχαν 38% μικρότερο κίνδυνο από εκείνους με υψηλότερες τιμές.
Ωστόσο, οι ερευνητές αναγνωρίζουν και ορισμένους περιορισμούς: τα δείγματα αίματος συλλέχθηκαν μία μόνο φορά (τη δεκαετία του 1980), οι συμμετέχοντες ήταν όλοι λευκοί και δεν καταγράφηκαν συστηματικά άλλοι παράγοντες υγείας με την πάροδο του χρόνου. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί την συμβολή της έρευνας.
Όπως αναφέρουν και οι ίδιοι, «οι παρατηρούμενες συσχετίσεις ενισχύουν την ιδέα ότι τα μονοπάτια μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνών ενδέχεται να σχετίζονται με την παθοφυσιολογία της άνοιας. Η διαχείριση των λιπιδίων δεν είναι απλώς ζήτημα καρδιακής υγείας. Θα μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο και στη διατήρηση της εγκεφαλικής λειτουργίας καθώς γερνάμε».
Η έρευνα προσφέρει νέα στοιχεία που συνδέουν τις λιποπρωτεΐνες του αίματος με τον κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ και υπογραμμίζει τη σημασία τους στη διαμόρφωση προληπτικών στρατηγικών. Αν και απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, η μελέτη ανοίγει τον δρόμο για την αξιολόγηση της γνωστικής υγείας μέσω δεικτών που μέχρι σήμερα θεωρούνταν σχετικοί κυρίως με την καρδιολογία.
Διαβάστε επίσης
Νόσος Αλτσχάιμερ: Ποιες είναι οι ενδείξεις στα 25 έτη που «προβλέπουν» τη μνήμη στα 70
Νόσος Αλτσχάιμερ: Πόσα λεπτά άσκησης την εβδομάδα βάζουν «φρένο» στη νόσο
Άνοια: Τα σημάδια που μαρτυρούν τον κίνδυνο 9 χρόνια νωρίτερα