Μια σειρά παραγόντων της αναπαραγωγικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας έναρξης της περιόδου και της πρώιμης εμμηνόπαυσης, συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης Χρόνιας Αποφρακτικής Πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ), διαπιστώνει έρευνα που δημοσιεύεται στο Thorax.

Επιπροσθέτως, παράγοντες όπως η αποβολή, η θνησιγένεια, η υπογονιμότητα και η απόκτηση τριών ή περισσότερων παιδιών συνδέονται επίσης με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΧΑΠ, η οποία περιλαμβάνει το εμφύσημα και τη χρόνια βρογχίτιδα, σύμφωνα με τα ευρήματα.

Πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στην ευαισθησία και τη σοβαρότητα της ΧΑΠ, σημειώνουν οι ερευνητές. Οι γυναίκες φαίνεται να αναπτύσσουν σοβαρή ΧΑΠ σε μικρότερες ηλικίες από ό,τι οι άνδρες. Το κάπνισμα αποτελεί σταθερά σημαντικό παράγοντα κινδύνου, ωστόσο οι μη καπνιστές με ΧΑΠ είναι πιο πιθανό να είναι γυναίκες, προσθέτουν.

Προγενέστερες μελέτες που ασχολήθηκαν με την πιθανή επίδραση των γυναικείων ορμονών στον κίνδυνο ΧΑΠ είχαν αντιμετωπίσει μεθοδολογικές προκλήσεις. Θέλοντας να παρακάμψουν αυτά τα ζητήματα, οι ερευνητές βασίστηκαν στην κοινοπραξία International Collaboration for a Life Course Approach to Reproductive Health and Chronic Disease Events (InterLACE), μια συλλογή 27 μελετών παρατήρησης, που συγκεντρώνει τα δεδομένα περισσότερων από 850.000 γυναικών σε 12 χώρες.

Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν δεδομένα σχετικά με τους αναπαραγωγικούς παράγοντες και τη ΧΑΠ από τρεις ομάδες 283.070 γυναικών, με μέση ηλικία τα 54 έτη:

  • Την Αυστραλιανή Διαχρονική Μελέτη για την Υγεία των Γυναικών 1946-51 (ALSWH-mid),
  • τη Βιοτράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου και
  • τη Σουηδική Μελέτη για τον Τρόπο Ζωής και την Υγεία των Γυναικών (WLH).

Τόσο στην αρχή, όσο και σε διάφορα στάδια της μελέτης, οι ερευνητές συνέλεξαν πληροφορίες αναπαραγωγικής υγείας, καθώς και μιας σειράς άλλων επιδραστικών παραγόντων, όπως το έτος γέννησης (πριν ή μετά το 1950), η εθνικότητα, το μορφωτικό επίπεδο, η διάρκεια καπνίσματος, το άσθμα και το βάρος (ΔΜΣ). Η ΧΑΠ εντοπίστηκε αναδρομικά και προοπτικά μέσω αυτοαναφορών και ιατρικών αρχείων, όπως συνταγές, εισαγωγές σε νοσοκομεία, επισκέψεις σε επείγοντα περιστατικά και δεδομένα μητρώου θανάτων.

Η υγεία των γυναικών παρακολουθήθηκε κατά μέσο όρο για 11 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, 10.737 (4%) γυναίκες ανέπτυξαν ΧΑΠ σε μέση ηλικία τα 63 έτη. Οι γυναίκες με ΧΑΠ είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι μεγαλύτερες σε ηλικία όταν εισήχθησαν στις ομάδες μελέτης, να έχουν λιγότερα από 10 χρόνια τυπικής εκπαίδευσης, να είναι παχύσαρκες, να καπνίζουν για τουλάχιστον 10 χρόνια και να έχουν άσθμα, όλοι παράγοντες κινδύνου για την πάθηση.

Διάφοροι αναπαραγωγικοί παράγοντες συσχετίστηκαν με τον κίνδυνο ΧΑΠ, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας έναρξης της περιόδου, του αριθμού των παιδιών, του ιστορικού υπογονιμότητας, αποβολής ή θνησιγένειας (ιδίως πολλαπλών επεισοδίων) και της ηλικίας έναρξης της εμμηνόπαυσης.

Για την ηλικία έναρξης της περιόδου προέκυψε ένα σχήμα U. Όσες άρχισαν να έχουν έμμηνο ρύση πριν ή στην ηλικία των 11 ετών είχαν 17% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ΧΑΠ σε σχέση με όσες απέκτησαν περίοδο στην ηλικία των 13 ετών. Μετά την ηλικία των 16 ετών, ο κίνδυνος ήταν 24% υψηλότερος.

Οι γυναίκες με παιδιά διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο ΧΑΠ από τις άτεκνες γυναίκες. Η απόκτηση περισσότερων από 3 παιδιά συνδέθηκε με 34% υψηλότερο κίνδυνο, ενώ οι γυναίκες με ένα παιδί είχαν 18% υψηλότερο κίνδυνο. Οι γυναίκες που παρουσίασαν υπογονιμότητα είχαν επίσης 13% υψηλότερο κίνδυνο ΧΑΠ.

Μεταξύ όσων δεν είχαν βιώσει ποτέ μια εγκυμοσύνη, το ιστορικό αποβολών σχετιζόταν με 15% υψηλότερο κίνδυνο ΧΑΠ, με τον κίνδυνο να αυξάνεται παράλληλα με τον αριθμό των αποβολών: 28% υψηλότερος για 2 και 36% υψηλότερος για 3 ή περισσότερες αποβολές. Ομοίως, η θνησιγένεια σχετιζόταν με 42% υψηλότερο συνολικό κίνδυνο ΧΑΠ, με τον κίνδυνο να αυξάνεται παράλληλα με τον αριθμό των θνησιγενών.

Η εμμηνόπαυση πριν από την ηλικία των 40 ετών σχετιζόταν με 69% υψηλότερο κίνδυνο, ενώ ο κίνδυνος ήταν 21% χαμηλότερος για όσες την έζησαν στην ηλικία των 54 ετών ή αργότερα.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα οιστρογόνα μπορεί να κατέχουν βασικό ρόλο στον κίνδυνο ΧΑΠ για τις γυναίκες, λόγω των διαφόρων επιδράσεών τους στους πνεύμονες. «Η συνολική επίδραση των οιστρογόνων μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη χρονική στιγμή. Στο πρώιμο ή μεσαίο αναπαραγωγικό στάδιο, η μακροχρόνια ή υψηλότερη συσσωρευμένη έκθεση στα οιστρογόνα θα ήταν επιζήμια για τον πνεύμονα, εκθέτοντας τις γυναίκες με πρώιμη έναρξη περιόδου ή πολλαπλές γεννήσεις παιδιών σε μεγαλύτερο κίνδυνο ΧΑΠ. Σε μεταγενέστερο στάδιο, τα οιστρογόνα μπορεί να είναι προστατευτικά, καθώς η πρώιμη εμμηνόπαυση ή η αφαίρεση των ωοθηκών -που σχετίζονται με μικρότερη έκθεση στα οιστρογόνα-  συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο ΧΑΠ», γράφει στην αναφορά της η ομάδα.

Άλλοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως ο διαβήτης τύπου 1 και οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, το ελλιπές βάρος και η κοινωνικοοικονομική στέρηση, μπορεί επίσης να επηρεάζουν, καταλήγουν οι ειδικοί.

Διαβάστε ακόμη:

Πνεύμονες: Η νόσος που κόβει την ανάσα – Τα ανησυχητικά συμπτώματα και ο ρόλος της πρόληψης

ΧΑΠ: Ο απρόσμενος παράγοντας που επιδεινώνει τις εξάρσεις της νόσου

Τεχνητοί μικρο-πνεύμονες φέρνουν την επανάσταση στη φαρμακευτική έρευνα