Ερευνητές του Κέντρου Καρκίνου Rogel στο Πανεπιστήμιο του Michigan προχώρησαν σε μια σημαντική ανακάλυψη αναφορικά με την κατανόηση και τη διαχείριση των γαστρεντερικών παρενεργειών που σχετίζονται με τις ανοσοθεραπείες. Η μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στο Science, αποκαλύπτει τον μηχανισμό πίσω από την ανάπτυξη κολίτιδας, μιας συχνής γαστρεντερικής διαταραχής μετά από ανοσοθεραπεία, ενώ προτείνουν έναν τρόπο να προσφέρουν την εν λόγω θεραπεία χωρίς τις γαστρεντερικές παρενέργειές της.

Η ανοσοθεραπεία έχει αναδειχθεί ως μια πολλά υποσχόμενη θεραπεία για διάφορους τύπους καρκίνου. Ωστόσο, οι αναστολείς των σημείων ελέγχου του ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν, επίσης  να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της κολίτιδας. Οι παρενέργειες στο γαστρεντερικό σύστημα φαίνεται να είναι πιο συχνές με τη χορήγηση αναστολέων CTLA-4, με την κολίτιδα να εμφανίζεται στο 8-22% των ασθενών. Η κολίτιδα χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία φλεγμονής στο πεπτικό σύστημα, με αποτέλεσμα να προκαλείται συχνά σημαντική δυσφορία, αναγκάζοντας ορισμένους ασθενείς έως και να διακόψουν την θεραπεία τους.

Προγενέστερη έρευνα κατέστη αδύνατο να εξηγήσει τον μηχανισμό πρόκλησης της κολίτιδας, καθώς η παρενέργεια δεν εμφανιζόταν στα υπό μελέτη τρωκτικά. Κάνοντας ορισμένες προσαρμογές, η νέα έρευνα αποκάλυψε τελικά ότι η κολίτιδα προκαλείται από τη σύνθεση του εντερικού μικροβιόκοσμου, ο οποίος ενεργοποιεί υπερβολικά τα Τ κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, εξαλείφοντας παράλληλα τα ρυθμιστικά κύτταρα Τ στο έντερο. Αυτά τα ρυθμιστικά κύτταρα συνήθως μετριάζουν την ενεργοποίηση των Τ κυττάρων. Το πρόβλημα εντοπίστηκε σε μια συγκεκριμένη περιοχή εντός των αντισωμάτων των ανοσολογικών σημείων ελέγχου.

Αφαιρώντας αυτή την περιοχή, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μπορούσαν να διατηρήσουν την αντικαρκινική απόκριση της ανοσοθεραπείας, χωρίς την πρόκληση κολίτιδας. Η ανακάλυψη αυτή αποτελεί σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη αποτελεσματικότερων και πιο καλά ανεκτών αντικαρκινικών αγωγών.

Ο Gabriel Nunez, επικεφαλής συντάκτης της μελέτης και καθηγητής παθολογίας στο Paul de Kruif τόνισε τη σημασία της κατανόησης των μηχανισμών για τη δημιουργία καλύτερων θεραπειών. «Υπήρχαν ήδη κάποια δεδομένα που έδειχναν ότι η παρουσία ορισμένων βακτηρίων συσχετιζόταν με την ανταπόκριση στη θεραπεία. Ωστόσο, δεν είχε αποδειχθεί ότι το μικροβιακό περιβάλλον ήταν κρίσιμο για την ανάπτυξη κολίτιδας. Αυτή η εργασία δείχνει για πρώτη φορά ότι οι μικροβιόκοσμοι είναι καθοριστικοί για την ανάπτυξη κολίτιδας. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η κατανόηση ενός μηχανισμού σε βοηθά να αναπτύξεις μια πιο ευεργετική εναλλακτική θεραπεία», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Τα ευρήματα της ομάδας υποστηρίχθηκαν και από μια μεταγενέστερη ανάλυση δεδομένων, από μελέτες σε ανθρώπινα κύτταρα, τα οποία υπογράμμισαν τον ρόλο των ρυθμιστικών Τ κυττάρων στην εμφάνιση της κολίτιδας. Η ομάδα Rogel σχεδιάζει πρόσθετες μελέτες για την περαιτέρω κατανόηση των μηχανισμών που προκαλούν την κολίτιδα και αναζητά κλινικούς εταίρους για να προωθήσει αυτή τη γνώση σε κλινική δοκιμή.

Διαβάστε ακόμη:

Καρκίνος: Καινοτόμα nanodrones εξουδετερώνουν καρκινικούς όγκους

Καρκίνος: Έξι ύποπτα σημάδια που προειδοποιούν για τη νόσο – Τι να κάνετε

Παχυσαρκία – Καρκίνος: Νέα μελέτη αποκωδικοποιεί αυτή την επικίνδυνη σχέση