Οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι οι άνδρες έχουν μια τάση να μεγαλοποιούν τη σοβαρότητα ενός απλού κρυολογήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως λέγεται συχνά, όταν μια γυναίκα έχει κρυολογήσει, συνήθως συνεχίζει κανονικά την καθημερινότητά της, σε αντίθεση με έναν άνδρα, που μπορεί να πέσει στο κρεβάτι, νιώθοντας ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε.

Μήπως, όμως, οι άνδρες δεν είναι τελικά τόσο υπερβολικοί, αλλά οι έντονες αντιδράσεις τους οφείλονται σε γονιδιακές διαφορές φύλου, που διαμορφώνουν τις ανοσολογικές τους αποκρίσεις με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτό των γυναικών;

Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι το φύλο επηρεάζει τις ανοσολογικές αποκρίσεις. Σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες παρουσιάζουν ισχυρότερη ανοσολογική απόκριση από τους άνδρες, που είναι πιο επιρρεπείς σε λοιμώξεις, όπως ο HIV, η ηπατίτιδα Β και η ελονοσία. Είναι, επίσης, πιο πιθανό να παρουσιάσουν σοβαρότερα συμπτώματα, με τα διαθέσιμα στοιχεία να δείχνουν ότι είναι πιο πιθανό ένας άνδρας να νοσηλευθεί εξαιτίας κάποιας μόλυνσης, όπως η ηπατίτιδα Β, η φυματίωση, η γαστρεντερίτιδα και άλλα.

Αν και αυτό είναι εν μέρει θετικό για τις γυναίκες, ταυτόχρονα σημαίνει ότι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιων ασθενειών, που προκαλούνται από την αδιάκοπη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Η ανοσολογική «μάχη» των φύλων

Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των φύλων σε κάθε στάδιο της ανοσολογικής απόκρισης, από τον αριθμό των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, μέχρι τον βαθμό ενεργοποίησής τους, δηλαδή το κατά πόσο είναι έτοιμα να ανταποκριθούν σε μια πρόκληση. Το ανοσοποιητικό εξελίσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, ανταποκρινόμενο στις φυσιολογικές προκλήσεις της γήρανσης. Έτσι, οι διαφορές του ανοσοποιητικού συστήματος στα δύο φύλα είναι φανερές σχεδόν σε κάθε στάδιο της ζωής.

Πού οφείλονται αυτές οι διαφορές;

Η απάντηση κρύβεται εν μέρει στο χρωμόσωμα Χ. Τα θηλυκά έχουν δύο χρωμοσώματα Χ, ενώ τα αρσενικά ένα. Το χρωμόσωμα Χ περιέχει μεγαλύτερο αριθμό γονιδίων που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα. Παράλληλα, περιέχει 118 γονίδια, ικανά να σταματούν την έκφραση άλλων γονιδίων ή να αλλάζουν τον τρόπο κατασκευής των πρωτεϊνών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτούνται για την ανοσία. Αυτοί οι ρυθμιστές γονιδίων και πρωτεϊνών είναι γνωστοί ως microRNA.

Το χρωμόσωμα Χ έχει συνολικά περισσότερα γονίδια (περίπου 900) από το χρωμόσωμα Υ (περίπου 55), έτσι τα γυναικεία κύτταρα τείνουν να απενεργοποιούν το ένα από τα δύο χρωμοσώματα Χ τους. Περίπου το 15-25% των γονιδίων στο απενεργοποιημένο χρωμόσωμα Χ εκφράζονται ανά πάσα στιγμή σε κάθε κύτταρο. Αυτό σημαίνει ότι τα γυναικεία κύτταρα συχνά εκφράζουν περισσότερα γονίδια και ρυθμιστές που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό, γεγονός που ισοδυναμεί κατά κανόνα με ταχύτερη απομάκρυνση των παθογόνων μικροοργανισμών στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες.

Επιπροσθέτως, τον δικό τους ρόλο διαδραματίζουν και οι ορμόνες φύλου. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η προγεστερόνη και η τεστοστερόνη περιορίζουν τις ανοσολογικές αποκρίσεις. Ο ρόλος των οιστρογόνων, όμως, μιας από τις κύριες γυναικείες ορμόνες, είναι πιο περίπλοκος. Αν και γενικά ενισχύουν τις ανοσολογικές αποκρίσεις, τα επίπεδά τους ποικίλλουν κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου, ενώ είναι υψηλά στην εγκυμοσύνη και χαμηλά μετά την εμμηνόπαυση. Αυτοί οι γενετικοί και ορμονικοί παράγοντες επηρεάζουν την ανοσολογική απόκριση των γυναικών διαφορετικά σε κάθε φάση της ζωής τους.

Νόμισμα με δύο όψεις η αυξημένη ανοσολογική απόκριση των γυναικών

Η αυξημένη ανοσολογική απόκριση των γυναικών είναι θετική για την ταχύτερη ανάρρωση από τις λοιμώξεις, ενέχει όμως ταυτόχρονα κι έναν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη ορισμένων ασθενειών, καθώς και για παρατεταμένη ανοσολογική απόκριση μετά από λοιμώξεις.

Υπολογίζεται ότι στις γυναίκες αναπτύσσεται το 75-80% όλων των φλεγμονωδών νόσων που προκαλούνται από το ανοσοποιητικό, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο λύκος, το σύνδρομο Sjogren και διαταραχές του θυρεοειδούς, όπως η νόσος Graves. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το ανοσοποιητικό «παλεύει» διαρκώς ενάντια σε αυτό που αντιλαμβάνεται ως ξένο παράγοντα. Συχνά, ωστόσο, πρόκειται για κύτταρα ή ιστούς του ξενιστή, με αποτέλεσμα να προκαλείται βλάβη στους ιστούς, πόνος και ακινησία.

Οι γυναίκες είναι επίσης πιο επιρρεπείς σε χρόνια φλεγμονή μετά από μόλυνση. Για παράδειγμα, μετά από μόλυνση από τον ιό Epstein Barr ή τη νόσο Lyme, μπορεί να αντιμετωπίσουν σύνδρομο χρόνιας κόπωσης.

Αυτή είναι μια πιθανή εξήγηση για τον αυξημένο κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση να αναπτύξουν μακροχρόνια COVID. Η διαθέσιμη έρευνα αποκάλυψε την παρουσία αυτο-αντισωμάτων σε ασθενείς με μακροχρόνια COVID, υποδηλώνοντας ότι μπορεί να πρόκειται για μια νέα αυτοάνοση νόσο και, όπως είναι γνωστό, οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς σε αυτοάνοσες παθήσεις.

Από την άλλη, οι γυναίκες συνήθως εμφανίζουν καλύτερη απόκριση σε διάφορα εμβόλια, όπως αυτά της γρίπης, της ιλαράς και της ηπατίτιδας Α και Β, παράγοντας υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων από τους άνδρες. Μια μελέτη έδειξε, συγκεκριμένα, ότι οι γυναίκες που εμβολιάστηκαν με μισή δόση αντιγριπικού εμβολίου παρήγαγαν την ίδια ποσότητα αντισωμάτων με τους άνδρες που εμβολιάστηκαν με πλήρη δόση. Ωστόσο, αυτές οι αποκρίσεις μειώνονται με τη γήρανση και ειδικά μετά την εμμηνόπαυση.

Συμπερασματικά, οι ειδικοί τονίζουν ότι είναι ζωτικής σημασίας να λαμβάνεται υπόψη ο παράγοντας του φύλου σε όλες τις μελέτες που διερευνούν τις λειτουργίες του ανοσοποιητικού, αλλά και στην ανάπτυξη θεραπειών ασθενειών που σχετίζονται με αυτό.

Διαβάστε ακόμη:

Φάρμακα: 75% περισσότερες παρενέργειες στις γυναίκες – Γιατί συμβαίνει αυτό

Καλοκαίρι: Αυτός είναι ο λόγος που αρρωσταίνουμε πάντα στις διακοπές

Κατάθλιψη: Φέρνει τα πάνω-κάτω στο ανοσοποιητικό σύστημα – Οι δείκτες που το αποκαλύπτουν