Αλκοόλ και συναίσθημα τις περισσότερες φορές πάνε παρέα, είτε πρόκειται για τον εορτασμό ενός χαρμόσυνου γεγονότος, είτε για την ανακούφιση του συναισθηματικού πόνου από κάποια απώλεια ή έναν χωρισμό. Νεότερη μελέτη επισημαίνει όμως ότι βαδίζει παράλληλα και με τον χρόνιο πόνο, υπογραμμίζοντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ και σχετίζονται με τον σωματικό πόνο.

Ειδικότερα, όπως επισημαίνει έρευνα που δημοσιεύτηκε στο British Journal of Pharmacology, η χρόνια κατανάλωση αλκοόλ θα μπορούσε να αυξήσει την ευαισθησία στον πόνο μέσω δύο διαφορετικών μοριακών μηχανισμών – ενός που οφείλεται στην πρόσληψη αλκοόλ και ενός που οφείλεται στη στέρησή του.

Αντίστοιχα όμως, τα συγκεκριμένα στοιχεία υποδεικνύουν πιθανούς νέους φαρμακευτικούς στόχους για τη θεραπεία του χρόνιου πόνου και της υπερευαισθησίας που σχετίζεται με το αλκοόλ.

«Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να κατανοήσουμε καλύτερα την αμφίδρομη σχέση μεταξύ του χρόνιου πόνου και της εξάρτησης από το αλκοόλ. Ο πόνος είναι ένα τόσο ευρέως διαδεδομένο σύμπτωμα σε ασθενείς που πάσχουν από εξάρτηση από το αλκοόλ, όσο και ένας λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι οδηγούνται στο να ξαναπιούν» αναφέρει σχετικά η επικεφαλής συγγραφέας δρ. Marisa Roberto, καθηγήτρια νευροεπιστήμης στο Scripps Research.

Ένας φαύλος κύκλος

Μεταξύ των πολλών επιπτώσεων της μακροχρόνιας κατανάλωσης αλκοόλ είναι ο πόνος, καθώς περισσότερα από τα μισά άτομα με διαταραχή της χρήσης αλκοόλ βιώνουν κάποιου είδους χρόνιο πόνο.

Μελέτες έχουν επίσης διαπιστώσει ότι η διαταραχή της χρήσης αλκοόλ σχετίζεται με αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα σήματα του πόνου, καθώς και με αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Με τη σειρά του, αυτός ο πόνος μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της στέρησης, θα μπορούσαν να εμφανίσουν αλλοδυνία, κατά την οποία ένα ακίνδυνο ερέθισμα γίνεται αντιληπτό ως επώδυνο.

Λόγω των πολλών διαφορετικών ειδών του πόνου, η ερευνητική ομάδα θέλησε να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια αυτών που σχετίζονται με το αλκοόλ. Γι’ αυτό, έκαναν μια σύγκριση σε πειραματικά μοντέλα ποντικιών, μεταξύ τριών ομάδων: ζώα που ήταν εξαρτημένα από το αλκοόλ, ζώα που είχαν περιορισμένη πρόσβαση στο αλκοόλ και δεν θεωρούνταν εξαρτημένα και ζώα στα οποία δεν είχε δοθεί ποτέ αλκοόλ.

Αρχικά, παρατηρήθηκε ότι στα εξαρτημένα ποντίκια, η αλλοδυνία αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της στέρησης του αλκοόλ και η επακόλουθη πρόσβαση στο αλκοόλ μείωσε σημαντικά την ευαισθησία στον πόνο. Χωριστά όμως, περίπου τα μισά από τα ποντίκια που δεν ήταν εξαρτημένα από το αλκοόλ εμφάνισαν επίσης σημάδια αυξημένης ευαισθησίας στον πόνο κατά τη διάρκεια της απόσυρσης από το αλκοόλ, αλλά, σε αντίθεση με τα εξαρτημένα ποντίκια, αυτή η νευροπάθεια δεν αντιστράφηκε με την εκ νέου έκθεση στο αλκοόλ.

Όταν όμως μέτρησαν στη συνέχεια τα επίπεδα των φλεγμονωδών πρωτεϊνών στα ζώα, ανακάλυψε ότι ενώ τα μονοπάτια της φλεγμονής ήταν αυξημένα τόσο στα εξαρτημένα όσο και στα μη εξαρτημένα ζώα, συγκεκριμένα μόρια ήταν αυξημένα μόνο στα εξαρτημένα ποντίκια. Αυτό αποδεικνύει ότι διαφορετικοί μοριακοί μηχανισμοί ενδεχομένως να οδηγούν τους δύο τύπους πόνου. Υποδεικνύει παράλληλα ποιες φλεγμονώδεις πρωτεΐνες θα ήταν χρήσιμες ως στόχοι φαρμάκων για την καταπολέμηση του πόνου που σχετίζεται με το αλκοόλ και προς αυτή την κατεύθυνση στρέφονται οι ερευνητές σε επόμενο στάδιο.

Διαβάστε ακόμη:

Μπύρα ή κρασί για μικρότερο hangover;

Η καλύτερη γυμναστική μετά το hangover [Βίντεο]

Hangover: Υπάρχει τελικά αποτελεσματική θεραπεία; Ποιό φάρμακο «δουλεύει»