Μπορεί η υγεία των οστών να αποτελέσει δείκτη ομαλής εγκεφαλικής λειτουργίας και να προειδοποιήσει έγκαιρα για τον κίνδυνο άνοιας; Ναι, απαντούν Ολλανδοί ερευνητές, που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η οστική πυκνότητα μαρτυρά πολλά για την υγεία του εγκεφάλου. Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο Neurology.

Ειδικότερα, η ερευνητική ομάδα υποστήριξε ότι τα γερά οστά είναι ικανά να προάγουν τις διανοητικές δεξιότητες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, επισημαίνοντας με αυτό τον τρόπο την ανάγκη διατήρησης της οστικής πυκνότητας.

«Η χαμηλή οστική πυκνότητα και η άνοια είναι δύο συνθήκες που εμφανίζονται συχνά παράλληλα στους ηλικιωμένους. Μάλιστα, η οστική απώλεια αποτελεί κοινό φαινόμενο στους ανθρώπους με άνοια, κυρίως λόγω σωματικής αδράνειας και κακής διατροφής», δήλωσε ο συντάκτης της μελέτης, Mohammad Arfan Ikram από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Erasmus. «Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά για τη σχέση που συνδέει την απώλεια οστικής μάζας και τον κίνδυνο άνοιας. Η μελέτη μας διαπίστωσε ότι η απώλεια οστικής μάζας δεν παρουσιάζεται μόνο σε ανθρώπους που έχουν ήδη αναπτύξει άνοια, αλλά και πριν από αυτή, αποδεικνύοντας ότι η υγεία των οστών αποτελεί δείκτη πρόβλεψης κινδύνου άνοιας».

Για να καταλήξουν στο εν λόγω συμπέρασμα, οι ερευνητές εξέτασαν τις περιπτώσεις 3.651 ατόμων από την Ολλανδία, με μέση ηλικία 72 ετών, που δεν είχαν άνοια στην αρχή της περιόδου μελέτης. Σε μια μέση περίοδο 11 ετών, 688 συμμετέχοντες (19%) ανέπτυξαν τη νόσο. Η ομάδα μελέτης αξιοποίησε τις ακτίνες Χ για να μετρήσει την οστική πυκνότητα των συμμετεχόντων. Παράλληλα, κάθε 4-5 χρόνια, οι συμμετέχοντες υποβάλλονταν σε πλήρεις εξετάσεις υγείας, μεταξύ των οποίων ακτινογραφίες και διαγνωστικές εξετάσεις για άνοια, ενώ απαντούσαν και σε μια σειρά ερωτήσεων.

Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι, μεταξύ των 1.211 ατόμων που εμφάνισαν τα χαμηλότερα επίπεδα συνολικής οστικής πυκνότητας, 90 εμφάνισαν άνοια μέσα σε διάστημα 10 ετών. Αντίθετα, μόνο 57 από τους 1.211 με την υψηλότερη οστική πυκνότητα διαγνώστηκαν με άνοια κατά την ίδια περίοδο.

Ακόμη κι όταν οι ερευνητές συνυπολόγισαν πρόσθετους επιδραστικούς παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο, τυχόν ασθένειες, η χρήση φαρμάκων και το οικογενειακό ιστορικό άνοιας, διαπίστωσαν ότι, σε διάστημα 10 ετών, όσοι παρουσίαζαν τα χαμηλότερα επίπεδα οστικής πυκνότητας, είχαν 42% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια, συγκριτικά με εκείνους που είχαν την υψηλότερη οστική πυκνότητα.

«Προγενέστερη έρευνα είχε διαπιστώσει ότι παράγοντες όπως η διατροφή και η άσκηση μπορούν να επηρεάσουν διαφορετικά τα οστά, καθώς και τον κίνδυνο άνοιας», προσθέτει ο δρ. Ikram. «Η έρευνά μας βρήκε μια συσχέτιση μεταξύ οστικής απώλειας και άνοιας, αλλά απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την καλύτερη κατανόηση αυτής της σχέσης. Είναι πιθανό η απώλεια οστικής μάζας να προκύπτει στην πρώτη φάση της άνοιας, χρόνια πριν εκδηλωθούν οποιαδήποτε κλινικά συμπτώματα. Αν επιβεβαιωθεί αυτό, η απώλεια οστικής μάζας θα μπορούσε να αποτελεί δείκτη κινδύνου άνοιας. Έτσι, τα άτομα που παρουσιάζουν απώλεια οστικής μάζας θα μπορούσαν να υποβάλλονται σε σχετικό έλεγχο, προλαμβάνοντας τον κίνδυνο και εξασφαλίζοντας βελτιωμένη φροντίδα».

Οι ερευνητές επεσήμαναν, τέλος, ότι η εν λόγω έρευνα δεν απέδειξε ότι η χαμηλή οστική πυκνότητα προκαλεί άνοια, μόνο ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ των δύο.

Διαβάστε ακόμη:

Οστεοπόρωση: Πώς θα «χτίσουμε» γερά οστά – 5 τρόποι

Οστεοπόρωση: Ποιοι κινδυνεύουν 33% περισσότερο με κάταγμα

Η «αθώα» διατροφή που φαίνεται ότι απειλεί την υγεία των οστών