Προβλέψεις υψηλής ακρίβειας μπορούν να κάνουν οι ειδικοί για την έκβαση μιας βαριατρικής χειρουργικής επέμβασης βάσει του Δείκτη Μάζας Σώματος, αλλά και του βάρους του ασθενή, υποστηρίζει νέα βρετανική μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο Euroanaesthesia στο Μιλάνο (4-6 Ιουνίου).

Η μελέτη του Dr. Michael Margarson και των συνεργατών του από το νοσοκομείο St Richard’s του Ηνωμένου Βασιλείου βασίστηκε στα δεδομένα 4.000 ασθενών, διαπιστώνοντας ότι ο προεγχειρητικός δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) και το βάρος παίζουν καθοριστικό ρόλο στις επιπτώσεις που θα προκύψουν μετά από τη βαριατρική χειρουργική επέμβαση. Ειδικότερα, οι ασθενείς με υψηλότερο ΔΜΣ και βάρος είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν επιπλοκές μετά το χειρουργείο.

Οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα 4.170 ενηλίκων που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους στο νοσοκομείο St Richard’s στο Chichester μεταξύ 2006 και 2020, με μέση ηλικία τα 44 έτη, εκ των οποίων το 78% ήταν γυναίκες. Η ομάδα μελέτης είχε στα χέρια της μετρήσεις ΔΜΣ για όλους τους ασθενείς, όμως ακριβείς μετρήσεις βάρους διέθετε για 3.545 ασθενείς, δηλαδή το 85% του συνολικού δείγματος των υπό εξέταση ασθενών.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δέκα ισάριθμες ομάδες με βάση τον ΔΜΣ και το βάρος τους πριν από τη χειρουργική επέμβαση και οι ερευνητές ανέλυσαν τις διαφορές στη μετεγχειρητική εισαγωγή στη ΜΕΘ και στο θάνατο εντός 30 ημερών.

Σύμφωνα με ευρήματα, οκτώ ασθενείς πέθαναν εντός ενός μήνα μετά τη βαριατρική επέμβαση και τέσσερις μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο. Από τα στοιχεία προέκυψε ότι οι ασθενείς που ανήκαν στο 10% αυτών με τον υψηλότερο ΔΜΣ (˃62 kg/m2) είχαν 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν εντός 30 ημερών συγκριτικά με το υπόλοιπο 90%, αν και η πιθανότητα θανάτου σε απόλυτους αριθμούς θεωρήθηκε αρκετά σπάνιο φαινόμενο.

Η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι οι συμμετέχοντες με το υψηλότερο ΔΜΣ είχαν 12 φορές περισσότερες πιθανότητες να εισαχθούν στη ΜΕΘ από εκείνους που είχαν το χαμηλότερο ΔΜΣ, ενώ τα ποσοστά των ασθενών που τελικά εισήχθησαν στη ΜΕΘ ήταν σχεδόν 16 φορές υψηλότερα (13,3% έναντι 0,8%) στους ασθενείς που ανήκαν στην κατηγορία με το υψηλότερο βάρος (πάνω από 182 κιλά), έναντι αυτών που κατέγραψαν το χαμηλότερο βάρος (κάτω από 105 κιλά).

Τα επιστημονικά αυτά συμπεράσματα έρχονται να επιβεβαιώσουν μια μακροχρόνια υπόθεση σχετικά με το πώς συνδέονται ο ΔΜΣ και το βάρος με τις επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν μετά από μια χειρουργική επέμβαση, ωστόσο μέχρι τώρα δεν ήταν σαφής ο τρόπος που οι δύο αυτοί παράγοντες επηρέαζαν τον κίνδυνο επιπλοκών και θανάτου.

Σύμφωνα με τον Δρ. Margarson: «Οι χειρουργικές επεμβάσεις αποτελούν έναν από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για τους ασθενείς με σοβαρή παχυσαρκία να χάσουν βάρος, ωστόσο δυστυχώς ορισμένοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν επιπλοκές. Αν και ο κίνδυνος θανάτου μετά από βαριατρική επέμβαση είναι πολύ χαμηλός -λιγότερος από 1 στους 500 συνολικά- τα ευρήματά μας από ένα νοσοκομείο στο Ηνωμένο Βασίλειο υπογραμμίζουν μια ισχυρή σχέση μεταξύ των ασθενών που καταγράφουν το υψηλότερο προεγχειρητικό ΔΜΣ (πάνω από 62 kg/m2) και βάρος (πάνω από 182 κιλά) και ενός σημαντικά αυξημένου κινδύνου εισαγωγής στη ΜΕΘ και θανάτου εντός 30 ημερών από την επέμβαση».

Καθώς το παγκόσμιο ποσοστό παχυσαρκίας αυξάνεται, ενισχύεται και ο αριθμός των ατόμων που στρέφονται στη βαριατρική χειρουργική επέμβαση για να χάσουν το περιττό βάρος. Η βαριατρική χειρουργική λειτουργεί ουσιαστικά περιορίζοντας την ποσότητα τροφής που μπορεί να καταναλωθεί ή μειώνοντας την απορρόφηση από τον ασθενή. Η μέθοδος αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη απώλεια βάρους, ενώ παράλληλα μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων παθήσεων που σχετίζονται με σοβαρή παχυσαρκία, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο διαβήτης τύπου 2, αλλά και ο καρκίνος.

Η ερευνητική ομάδα αναγνωρίζει πως τα συμπεράσματά της βασίζονται στην παρατηρητική μέθοδο, ενώ επισημαίνει ότι αξιοποιήθηκαν δεδομένα μόνο από ένα ίδρυμα και συνιστούν προσοχή ως προς τη γενίκευση των συμπερασμάτων στον γενικό πληθυσμό.

Υπογραμμίζουν, παράλληλα, ότι η εν λόγω μελέτη έχει αρκετούς περιορισμούς, τονίζοντας ότι δεν μπορούν να αποκλείσουν την πιθανότητα άλλοι παράγοντες που δεν συνυπολογίστηκαν, όπως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, η φυλή ή το κάπνισμα, αλλά και ενδεχόμενη έλλειψη δεδομένων, για παράδειγμα οι διατροφικές συνήθειες, οι συμπεριφορές σωματικής δραστηριότητας και άλλα να έχουν επηρεάσει τα αποτελέσματα.

Διαβάστε ακόμη:

Εγκυμοσύνη: Πόσο να περιμένει μια γυναίκα μετά από βαριατρική επέμβαση

Παχυσαρκία: Έτσι νικάμε την επίμονη πανδημία

Επέμβαση αντιμετωπίζει δύο σοβαρές νόσους – Παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2