Το 1993, δημοσιεύεται στο Journal of Neurology, Neurosurgery and Psychiatry η περίπτωση ενός 51χρονου άνδρα που λιποθυμούσε κάθε φορά που έλεγε ψέματα για επαγγελματικούς λόγους. Για την ακρίβεια, αναφέρει η δημοσίευση με τίτλο «Σύνδρομο Πινόκιο: Μια ιδιαίτερη μορφή αντανακλαστικής επιληψίας;», τα επεισόδια, που προσιδίαζαν σε επιληπτικές κρίσεις και συνοδεύονταν από έξαψη, ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις όπως μεταμορφοψία, έντονο στρες και, εν τέλει, απώλεια συνείδησης, άρχισαν -και επαναλαμβάνονταν αρκετά συχνά- πέντε χρόνια προτού ο άνδρας οδηγηθεί στο νοσοκομείο και διαγνωστεί με μηνιγγίωμα διαμέτρου 30 mm, έναν όγκο στον εγκέφαλο που πίεζε το μέσο του δεξιού κροταφικού λοβού, προκαλώντας την αντανακλαστική επιληψία.

Στην αντανακλαστική επιληψία, οι κρίσεις πυροδοτούνται από διάφορα ερεθίσματα όπως η στέρηση ύπνου, η επαφή με καυτό νερό, η απότομη κατανάλωση αλκοόλ και, όπως απεδείχθη, η γνωστική προσπάθεια για ένα καλό, πετυχημένο ψέμα. Το περιστατικό, αναφέρει ο ψυχολόγος Theodor Schaarschmidt στο άρθρο του για την «Τέχνη του να λες ψέματα», αποκαλύπτει αφενός τις σοβαρές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν μικρές αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου -κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την «ειλικρίνεια» των ατόμων με νόσο Πάρκινσον από μεταβολές στο προμετωπιαίο φλοιό-, όσο και ότι το ψέμα είναι κομμάτι της βιολογίας του ανθρώπου.

«Καθημερινά, λέμε μικρά αθώα ψεματάκια, έστω και από ευγένεια· “Η πίτα που φτιάξατε είναι θεσπέσια (κι ας είναι απαίσια)”. “Όχι, γιαγιά, δεν διακόπτεις τίποτα (ενώ διακόπτει)”. Αυτά που λέμε για τα προσχήματα κάνουν ευκολότερες τις ανθρώπινες σχέσεις, χωρίς να προκαλούν ουσιαστική ζημιά» εξηγεί. Βάσει ερευνών, θα σκαρφιστούμε τουλάχιστον δύο ψέματα κατά μέσο όρο την ημέρα, ορμώμενοι από εγωιστικά όσο και αλτρουιστικά κίνητρα. Έστω και έτσι, δεν έχουμε την αποκλειστικότητα στο ψέμα και την εξαπάτηση.

Θέμα εγκεφαλικής δραστηριότητας

Η ικανότητα του ψέματος έχει εντοπιστεί και σε άλλα ανώτερα θηλαστικά, κυρίως τα πρωτεύοντα. Οι τάσεις για εξαπάτηση και χειραγώγηση, σύμφωνα με έρευνα του πρωτευοντολόγου Richard Byrne (Πανεπιστήμιο St. Andrews, Σκωτία), μπορούν να προβλεφθούν από τον όγκο του νεοφλοιού, του τμήματος του εγκεφάλου που, όπως επιβεβαιώνουν τα ευρήματα, εξελίχθηκε τελευταίο ως απόκριση στις κοινωνικές προκλήσεις.

Σειρά μελετών, που στηρίχθηκαν σε απεικονιστικά ευρήματα, κατέληξαν στο κοινό συμπέρασμα ότι το ψέμα απαιτεί γενικά μεγαλύτερη προσπάθεια από την αλήθεια και εμπλέκει στη διαδικασία τον προμετωπιαίο φλοιό, ο οποίος αποτελεί το ένα τρίτο σχεδόν του νεοφλοιού. Ένα τέτοιο εγχείρημα, αναφέρει ο Schaarschmidt, ήταν και η πρωτοποριακή για την εποχή της μελέτη (2001) του νευροεπιστήμονα Sean Spence, που έδειξε ότι οι συμμετέχοντες χρειάζονταν αισθητά περισσότερο χρόνο για να δώσουν μια ψευδή απάντηση σε απλά ερωτήματα, καθώς και ότι ορισμένα τμήματα του προμετωπιαίου φλοιού αιματώνονταν περισσότερο στο ψέμα απ’ ό,τι στην αλήθεια.

Ο ψυχολόγος Joshua Greene από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, πήγε την έρευνα ένα βήμα πιο μακριά· οι συμμετέχοντες στη δική του μελέτη (2009) είχαν χρηματικό κίνητρο. Έτσι, όταν θα έπεφτε το εικονικό νόμισμα στον υπολογιστή και εκείνοι έπρεπε να αποκαλύψουν μετά το αποτέλεσμα αν είχαν προβλέψει σωστά ότι θα δείξει κορώνα ή γράμματα -οπότε και θα επιβραβεύονταν για τις σωστές εκτιμήσεις-, κάποιοι «αθεόφοβοι» δεν δίστασαν να απαντήσουν πως είχαν πέσει «μέσα» σε πάνω από τα τρία τέταρτα των περιπτώσεων. Φυσικά, σκοπός του πειράματος δεν ήταν να τσακώσει τους ψεύτες…

Photo: Shutterstock

Θάρρος για την αλήθεια, προσπάθεια για το ψέμα

Καθ’ όλη τη διάρκεια του πειράματος του Greene, οι συμμετέχοντες βρίσκονταν ξαπλωμένοι σε μηχάνημα λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI). Η ανάλυση των δεδομένων από την παρακολούθηση της εγκεφαλικής λειτουργίας έδειξε ότι, για τους ειλικρινείς συμμετέχοντες, η δραστηριότητα σε περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού που εμπλέκονται στον αυτοέλεγχο δεν παρουσίασαν αλλαγές. Εν αντιθέσει, στους ψεύτες υπήρχε μεγαλύτερη αιμάτωση. Αντίστοιχα, οι ειλικρινείς συμμετέχοντες δεν χρειάστηκαν χρόνο για να δώσουν απαντήσεις, ακόμα και όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να «κλέψουν». Στον αντίποδα, ο χρόνος απόκρισης για τους απατεώνες ήταν μεγαλύτερος.

Στο πλαίσιο άλλης έρευνας με επικεφαλής τον ψυχολόγο Ahmed Karim από το Πανεπιστήμιο του Tύμπινγκεν, κατά την οποία τοποθετήθηκαν στους συμμετέχοντες ηλεκτρόδια στην περιοχή του πρόσθιου προμετωπιαίου φλοιού -η οποία έχει συσχετίσει με τη λήψη ηθικών και δεοντολογικών αποφάσεων- ώστε να μειωθεί η δραστηριότητά της, διαπιστώθηκε ότι, πράγματι, το μπλοκάρισμά της τους επέτρεψε να ψεύδονται με μεγαλύτερη ευκολία.

«Τέχνη» που καλλιεργείται

Μπορεί η τέχνη του ψεύδεσθαι να είναι στη φύση μας, θέλει όμως καλλιέργεια, σημειώνει ο Schaarschmidt και στέκεται σε δύο γνωστικές δεξιότητες που αποκτώνται με την ηλικία: της δεοντολογική συλλογιστική, την ικανότητα διάκρισης μεταξύ του τι απαγορεύεται και τι επιτρέπεται, τι είναι υποχρεωτικό και τι προαιρετικό, και τη θεωρία του νου, την ικανότητα κατανόησης των άλλων αποδίδοντάς τους ψυχικές καταστάσεις όπως πεποιθήσεις, επιθυμίες και προθέσεις.

Κάπως έτσι, ενώ τα πρώτα ορθώς διατυπωμένα ψέματα ξεκινούν στην ηλικία των τεσσάρων ή πέντε, η πειστικότητά τους δεν είναι ισχυρή παρά εξελίσσεται με τα χρόνια· φτάνει στην κορύφωσή της μεταξύ 18 και 29 ετών, και μπαίνει σε φθίνουσα πορεία μετά τα 45. Κατά τον ίδιο τρόπο εξελίσσεται και η αναστολή απόκρισης, γνωστική λειτουργία που μας επιτρέπει να σκεφτούμε πριν δράσουμε.

Ο Schaarschmidt εξηγεί:

«Η τρέχουσα σκέψη περί τις ψυχολογικές διεργασίες που εμπλέκονται στην εξαπάτηση υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να εκστομούν ευκολότερα την αλήθεια παρά ένα ψέμα, και ότι το ψέμα απαιτεί πολύ περισσότερους γνωστικούς πόρους. Πρώτα πρέπει να αποκτήσουμε επίγνωση της αλήθειας· στη συνέχεια πρέπει να επινοήσουμε ένα αληθοφανές σενάριο που να είναι συνεπές και να μην έρχεται σε αντίθεση με τα παρατηρήσιμα γεγονότα. Ταυτόχρονα, πρέπει να καταπιέζουμε την αλήθεια για να μη μας ξεφύγει, πρέπει, δηλαδή, να αξιοποιήσουμε την αναστολή της αντίδρασης.

»Επιπλέον, πρέπει να είμαστε σε θέση να αξιολογούμε με ακρίβεια τις αντιδράσεις του αποδέκτη, ώστε, αν χρειαστεί, να αναπροσαρμόσουμε επιδέξια την αρχική μας ιστορία. Και υπάρχει και η ηθική διάσταση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να πάρουμε μια συνειδητή απόφαση παράβασης ενός κοινωνικού κανόνα. Όλη αυτή η διαδικασία λήψης αποφάσεων και ο αυτοέλεγχος συνεπάγονται ότι η διαχείριση του ψέματος γίνεται από τον προμετωπιαίο φλοιό, την περιοχή στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για τον εκτελεστικό έλεγχο, ο οποίος περιλαμβάνει διαδικασίες όπως ο προγραμματισμός και η ρύθμιση των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς».

Διαβάστε επίσης:

Γιατί δεν πρέπει να λέμε ψέματα στα παιδιά

Λέει ψέματα ή αλήθεια; Το μοτίβο ομιλίας που προδίδει

Το ψέμα που δίνει έξτρα πόντους στους άνδρες – Δεν αφορά (μόνο) το ύψος