Πώς μπορούν οι άλυτες διαφωνίες να επηρεάσουν την υγεία μας; Την απάντηση στο ερώτημα έδωσαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, σύμφωνα με τους οποίους τέτοιες υποθέσεις εντείνουν το στρες, παράγοντα με αρνητικό αντίκτυπο για τη συνολική υγεία. Αντιθέτως, η επίλυσή τους μειώνει ή απαλείφει την έντονη συναισθηματική φόρτιση που προκαλούν.

«Η επίλυση των διαφωνιών είναι σημαντική για την καθημερινή μας ευημερία», ανέφερε ο ανώτερος συγγραφέας Robert Stawski, Επίκουρος Καθηγητής στο Κολέγιο Δημόσιας Υγείας και Ανθρωπιστικών Σπουδών. «Καθημερινοί στρεσογόνοι παράγοντες – ειδικά οι ασήμαντες, μικρές ταλαιπωρίες που αντιμετωπίζουμε στη διάρκεια της ημέρας – ακόμη και αυτοί έχουν μόνιμες επιπτώσεις στη θνησιμότητα, τη γνωστική λειτουργία και καταστάσεις όπως η φλεγμονή», σχολίασε από την πλευρά της η επικεφαλής ερευνήτρια Dakota Witzel, υποψήφια διδάκτωρ στον τομέα της ανθρώπινης ανάπτυξης και οικογενειακών σπουδών του Πανεπιστημίου.

Πράγματι, το χρόνιο στρες αποτελεί μείζον ζήτημα στην ατζέντα των επιστημόνων καθώς σχετίζεται με διαταραχές στην ψυχική υγεία όπως η κατάθλιψη και το άγχος όπως και με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, καρδιοπάθειες, δυσκολίες στην αναπαραγωγή και προβλήματα στο γαστρεντερικό σύστημα.

Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές αξιοποίησαν δεδομένα από την Εθνική Μελέτη Καθημερινών Εμπειριών για πάνω από 2.000 συμμετέχοντες που είχαν ερωτηθεί σχετικά με τα αισθήματα και τις εμπειρίες τους για οκτώ ημέρες συνεχόμενα.

Το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στις περιπτώσεις αψιμαχιών αφενός και, αφετέρου, διαφωνιών που αποφεύχθησαν όταν η μία πλευρά προτίμησε να σιωπήσει προς αποφυγή μιας σύγκρουσης, καθώς και στο πώς επηρέασαν συναισθηματικά τους εμπλεκόμενους.

«Αντιδραστικότητα» ορίζεται o αντίκτυπος στην αύξηση των αρνητικών ή μείωση των θετικών συναισθημάτων στους συμμετέχοντες από τα παραπάνω γεγονότα την ημέρα που συνέβησαν, ενώ στο «κατάλοιπο» περιλαμβάνεται το παρατεταμένο συναισθηματικό φορτίο της ημέρας μετά το συμβάν.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι έλυσαν τις διαφωνίες τους την ημέρα που συνέβησαν ανέφεραν τη μισή αντιδραστικότητα σε σύγκριση με όσους άφησαν την υπόθεση εκκρεμή.

Πιο εμφατικά: την επομένη της διαφωνίας, όσοι ένιωθαν ότι την είχαν επιλύσει δεν ανέφεραν παρατεταμένη αύξηση των αρνητικών τους συναισθημάτων.

Ο ρόλος της ηλικίας

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή που εξέτασαν οι επιστήμονες ήταν οι σχετικές με την ηλικία διαφορές στη διαχείριση τέτοιων αψιμαχιών, με τους 68 ετών και άνω να έχουν 40% περισσότερες πιθανότητες επίλυσής τους σε σχέση με τους 45 ετών και κάτω, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη θετική επίπτωση της επίλυσης ανεξαρτήτως ηλικίας.

Η εξήγηση των ερευνητών, η οποία συμβαδίζει και με τις θεωρίες για τη σχέσεις συναισθηματικής κατάστασης και γήρατος, είναι πως οι ηλικιωμένοι επιδιώκουν για τον χρόνο ζωής που τους απομένει να μεγιστοποιούν τα θετικά συναισθήματα και, αντιστρόφως, να μειώνουν τα αρνητικά. Επιπρόσθετα, η μεγαλύτερη εμπειρία ζωής πιθανώς να τους επιτρέπει να αποφεύγουν ή να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά τέτοιες συγκρούσεις.

Σύμφωνα με τον Δρ Stawski , ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει πάντα τους στρεσογόνους παράγοντες που φέρνει η ζωή —με την ίδια την απουσία ελέγχου να προκαλεί συχνότατα άγχος— ωστόσο μπορεί να ελέγξει τον τρόπο που τους αντιμετωπίζει. «Κάποιοι άνθρωποι είναι πιο αντιδραστικοί από άλλους, όμως ο βαθμός στον οποίο θα καταφέρει καθένας μειώσει το άγχος και το αντίκτυπό του στη διάρκεια μίας ή περισσότερων ημερών, θα έχει σημαντικές μακροπρόθεσμες ωφέλειες», ανέφερε.

Στα μελλοντικά σχέδια των ερευνητών Stawski και Witzel  είναι να ξεκλειδώσουν τη φύση των ανθρώπινων διαφωνιών για να ανακαλύψουν τα πλαίσια στα οποία διαμείβονται οι πλέον στρεσογόνες λεκτικές συγκρούσεις.

 

Διαβάστε επίσης