Η βρογχοσκόπηση (ή επισκόπηση ή ενδοσκόπηση του βρογχικού δένδρου) αποτελεί μια μέθοδο με ευρεία εφαρμογή στην ανίχνευση-διάγνωση αλλά και τη θεραπεία πολλών νοσημάτων του πνεύμονα. Η απλότητα της μεθόδου, οι διαγνωστικές και θεραπευτικές εφαρμογές της έχουν ευρύ πεδίο στη σύγχρονη ιατρική πρακτική.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1890, ο Γερμανός ωτορινολαρυγγολόγος Gustav Killian, χρησιμοποιώντας έναν τύπο λαρυγγοσκοπίου, κατόρθωσε να επισκοπήσει την τραχεία και να αφαιρέσει ένα ξένο σώμα, το οποίο είχε ενσφηνωθεί στο δεξιό βρογχικό δένδρο. Ήταν η πρώτη βρογχοσκόπηση και ο Killian θεωρήθηκε ο «πατέρας» της βρογχοσκόπησης.
Το 1904, ο Αμερικανός ωτορινολαρυγγολόγος Chevalier Jackson, κατασκεύασε το άκαμπτο βρογχοσκόπιο, ενώ, το 1968, ο Shigeto Ikeda εισήγαγε το ινοβρογχοσκόπιο (εύκαμπτο βρογχοσκόπιο). Από το 1987, χρησιμοποιείται και το βίντεο-βρογχοσκόπιο. Τα τελευταία χρόνια, η σύγχρονη τεχνολογία με την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τεχνικών (ενδοβρογχικός υπέρηχος, laser, διαθερμία, κρυοθεραπεία, κ.λπ.) κατέστησε τη βρογχοσκόπηση πολύτιμη στη διάγνωση και θεραπεία πολλών πνευμονικών νοσημάτων.
Πώς γίνεται η βρογχοσκόπηση;
Όπως ήδη επισημάνθηκε, η βρογχοσκόπηση είναι μια μέθοδος απλή και ανώδυνη. Διενεργείται στο ενδοσκοπικό εργαστήριο. Στον εξεταζόμενο εφαρμόζεται τοπική αναισθησία και μέθη. Η είσοδος του βρογχοσκοπίου μπορεί να γίνει από τη ρινική ή τη στοματική κοιλότητα. Ο ενεργός χρόνος βρογχοσκόπησης (δηλαδή είσοδος-έξοδος βρογχοσκοπίου) κυμαίνεται από 10 έως 30 λεπτά. Δεν απαιτείται νοσηλεία και, σε μία ώρα από το τέλος της εξέτασης, ο εξετασθείς μπορεί να αναχωρήσει από το νοσοκομείο.
Για ποιους λόγους πρέπει να γίνει βρογχοσκόπηση;
Οι ενδείξεις που καθιστούν απαραίτητη τη βρογχοσκόπηση είναι πολλές, κυρίως διαγνωστικές, σχετικές με διάφορα συμπτώματα ή παθολογικές εργαστηριακές εξετάσεις. Επίσης, η μέθοδος είναι χρήσιμη στη σταδιοποίηση, παρακολούθηση αλλά και θεραπεία διαφόρων νοσημάτων. Οι αντενδείξεις και οι επιπλοκές είναι ελάχιστες.
Οι ενδείξεις αναλυτικά είναι:
Διαγνωστικές
Α. Ενδείξεις που σχετίζονται με τη συμπτωματολογία, το ιστορικό και την κλινική εξέταση: χρόνιος βήχας, αιμόπτυση, εισπνευστικός συριγμός (Wheezing) (ιδίως ο εντοπισμένος), εκπνευστικός συριγμός (Stridor), βράγχος (βραχνάδα) φωνής (δυσλειτουργία-πάρεση-παράλυση φωνητικών χορδών), θωρακικός πόνος, σύνδρομο άνω κοίλης φλέβας, εισρόφηση (γαστρικού περιεχομένου-ξένου σώματος), τραύμα θώρακος, χημικά ή θερμικά εγκαύματα τραχειοβρογχικού δένδρου.
Β. Ενδείξεις που σχετίζονται με παθολογικές εργαστηριακές εξετάσεις: θετική ή ύποπτη κυτταρολογική πτυέλων, παθολογική ακτινογραφία θώρακος (παράλυση διαφράγματος, πυλαία λεμφαδενοπάθεια, διεύρυνση μεσοθωρακίου, ατελεκτασία, αδιάγνωστη πλευριτική συλλογή, κοιλότης, βραδέως λυομένη πνευμονία, επίμονος πνευμοθώρακας, καλοήθεις & κακοήθεις όγκοι, λοιμώξεις, διάχυτες παρεγχυματικές παθήσεις).
Γ. Ενδείξεις που σχετίζονται με γνωστά νοσήματα των πνευμόνων: διάγνωση και σταδιοποίηση βρογχογενούς καρκίνου, έλεγχος θεραπευτικού αποτελέσματος σε διάφορα νοσήματα (καρκίνος, διάμεσες πνευμονοπάθειες).
Άλλες ενδείξεις
- Διασωλήνωση τραχείας
- Έλεγχος ενδοτραχειακού σωλήνα
- Βρογχογραφία
- Βρογχοκυψελιδική έκπλυση/lavage (διάμεσες πνευμονοπάθειες)
Θεραπευτικές