Η Διαταραχή Πανικού είναι μια αρκετά συχνή διαταραχή άγχους, που προσβάλει περίπου το 3,5% του γενικού πληθυσμού, ενώ διπλάσιο σχεδόν ποσοστό πληθυσμού βιώνει μεμονωμένες προσβολές πανικού. Συχνότερα προσβάλλονται οι γυναίκες σε αναλογία 2-3:1. Συχνά μπορεί να συνοδεύεται από αγοραφοβία, τη φοβία δηλαδή να παραμείνει κάποιος μόνος σε χώρους όπου η διαφυγή θα ήταν δύσκολή σε περίπτωση που πάθει κρίση πανικού, όπως για παράδειγμα σε μέσα μαζικής μεταφοράς ή σε κλειστούς χώρους με πολύ κόσμο.

Η κρίση πανικού είναι μια αιφνίδια κρίση πολύ έντονου άγχους, δυσφορίας κι ενίοτε ψυχικού τρόμου, η οποία κορυφώνεται σε 10’ το πολύ. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα που εμφανίζονται κατά την εκδήλωση μιας κρίσης πανικού, αφορούν σε αίσθημα δυσφορίας, δύσπνοιας και πνιγμονής («δε μου φτάνει ο αέρας»), αίσθημα παλμών ή ταχυκαρδία, πόνο στο στήθος ή σε διάφορα σημεία του σώματος, εφίδρωση, αιμωδίες άκρων, ναυτία, αίσθημα ζάλης ή/και αστάθειας, καύσου και θόλωσης, ενώ από την ψυχική σφαίρα παρατηρούνται συμπτώματα αποπροσωποίησης («αίσθημα ότι δεν είμαι ο εαυτός μου»), αποπραγματοποίησης («αίσθημα ονειρικής κατάστασης», «αίσθημα ότι βιώνω κάτι μη πραγματικό»), φόβος απώλειας ελέγχου και «τρέλας», καθώς κι εντονότατος φόβος θανάτου. Ενδέχεται να είναι αναμενόμενες, όπως μπορεί να συμβεί σε έκθεση σε γνωστό εκλυτικό παράγοντα (π.χ. χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς), ή μη αναμενόμενες, δίχως δηλαδή εμφανές αίτιο. Η κρίση πανικού, τέλος, παρατηρείται συνηθέστερα όταν το άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί και κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Η προσβολή πανικού δε συνιστά από μόνη της ψυχική διαταραχή, καθώς δεν εμφανίζεται μόνον στο πλαίσιο κάποιας αγχώδους διαταραχής. Μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλες ψυχικές διαταραχές, όπως είναι καταθλιπτικές και ψυχωσικές διαταραχές, καθώς σε περιπτώσεις εξάρτησης από ουσίες. Κρίσεις πανικού μπορούν να παρατηρηθούν επιπλέον στο πλαίσιο σωματικών νόσων, συνηθέστερα σε ασθενείς με καρδιολογικά προβλήματα (σε ποσοστό 9,2%, ενώ ειδικά για ασθενείς με μυοκαρδιοπάθεια, το ποσοστό αυτό αγγίζει το 83%), με νόσο του Parkinson (25%), με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (25%), καθώς και σε ασθενείς με χρόνιο πόνο, πρωτοπαθή κίρρωση των χοληφόρων και με επιληψία.

Στη Διαταραχή Πανικού, το άτομο βιώνει αιφνίδιες κι επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού, για τουλάχιστον ένα μήνα. Διακατέχεται από ένα μόνιμο αίσθημα ανησυχίας που αφορά στο εάν αυτές θα επαναληφθούν (άγχος προσμονής), στην πιθανότητα ύπαρξης κάποιας θανατηφόρου ή πολύ σοβαρής σωματικής νόσου, καθώς και στις πιθανές επιπτώσεις από τις κρίσεις, κυρίως γύρω από την πνευματική του κατάσταση (αίσθημα απώλειας ελέγχου σώματος ή/και πνευματικής λειτουργίας, «τρέλα»), αλλά και για πιθανές κοινωνικές προεκτάσεις, όπως είναι αίσθημα ντροπής ή αρνητικής κριτικής από άλλους.

Προκειμένου να μειωθούν ή να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις ή οι συνέπειές τους, το άτομο οδηγείται σε μη λειτουργικές αλλαγές της συμπεριφοράς του όπως πχ. αποφυγή κόπωσης, περιορισμός καθημερινών δραστηριοτήτων, αποφυγή έκθεσης σε κόσμο κ.ο.κ. Επιπλέον, η έντονη δυσφορία και ο φόβος θανάτου οδηγούν πολύ συχνά τα άτομα αυτά σε συνεχή αναζήτηση ιατρικών συμβουλών, επίσκεψη στα επείγοντα καθώς και σε διενέργεια πολλών εργαστηριακών εξετάσεων.

Η έναρξη της νόσου τοποθετείται συνήθως στο τέλος της εφηβείας ή στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής και έχει χρόνια πορεία με εξάρσεις και υφέσεις. Η πλειοψηφία των πασχόντων παρουσιάζει ήπια συμπτωματολογία σε μακροχρόνια κλινική παρακολούθηση, ενώ σημαντικό ποσοστό παραμένει ελεύθερο συμπτωμάτων.

Η θεραπεία της Διαταραχής Πανικού περιλαμβάνει τόσο φαρμακολογικές, όσο και ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις. Οι φαρμακευτικές θεραπείες αφορούν στη χρήση αντικαταθλιπτικών, κυρίως SSRIs*, ή/και βενζοδιαζεπινών. Σε γενικές γραμμές, η χρήση των αντικαταθλιπτικών θεωρείται προτιμητέα, διότι (α) το προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών των βενζοδιαζεπινών, ειδικά το πιθανό στερητικό σύνδρομο κατά τη διακοπή τους, είναι πιο προβληματικό, (β) οι βενζοδιαζεπίνες δεν αντιμετωπίζουν πιθανά συνυπάρχοντα καταθλιπτικά συμπτώματα και (γ) η πιθανότητα υποτροπής μετά τη διακοπή βενζοδιαζεπινών είναι σχετικά υψηλή.

Οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις αφορούν συνηθέστερα σε γνωσιακού-συμπεριφορικού τύπου θεραπείες, με κυριότερες την Γνωσιακή Θεραπεία, την Θεραπεία Ενδοδεκτικής Έκθεσης, την Εκπαίδευση στην Αναπνοή και στη Χαλάρωση. Η αποτελεσματικότητά τους αγγίζει το 94%.

*SSRI’s: εκλεκτικοί αναστολής επαναπρόσληψης σεροτονίνης. Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα αντικαταθλιπτικά. Θεωρείται ότι έχουν το πιο ασφαλές προφίλ ανεπιθύμητων ενεργειών