Η παγκόσμια ημέρα ύπνου έχει ορισθεί μέσα στο Μάρτιο (19/3) με σκοπό να μας θυμίζει πάντοτε την σημασία του ύπνου στην ζωή μας. Είναι πλέον πολύ καλά γνωστό ότι ο ύπνος δεν αποτελεί μια παθητική διαδικασία, αλλά ένα ενεργητικό φαινόμενο απολύτως αναγκαίο για την σωματική και ψυχική ευεξία του ανθρώπου. Η φετινή χρονιά έχοντας ως κύριο γεγονός την πανδημία COVID-19 και τον κατ’ οίκον εγκλεισμό προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, αρκετά προβλήματα και στον ύπνο μας. Πολλές από τις διαταραχές ύπνου που προέκυψαν από την διαφοροποίηση του τρόπου ζωής ήταν πρωτόγνωρες για την ιατρική ύπνου και κινητοποίησαν άμεσα το επιστημονικό ενδιαφέρον.

Η αρχή της λεγόμενης «καραντίνας», πριν από ένα χρόνο περίπου, έφερε στην επιφάνεια την συχνότερη διαταραχή του ύπνου , το «σύνδρομο ανεπαρκούς ύπνου». Με απλά λόγια το σύνδρομο αυτό αφορά την αδυναμία πολλών ατόμων να βρουν τις 7-8 ώρες νυκτερινού ύπνου που είναι απαραίτητες για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Οι ρυθμοί ζωής στην σύγχρονη κοινωνία έχουν στερήσει από πολλούς την δυνατότητα να έχουν τις απαραίτητες ώρες νυχτερινού ύπνου. Οι περισσότεροι προσπαθούν να αναπληρώσουν τις χαμένες ώρες ύπνου των εργάσιμων ημερών με περισσότερο ύπνο το Σαββατοκύριακο, κάτι όμως που δεν είναι αρκετό και αποτελεσματικό σε χρόνια βάση. Η έναρξη του κατ’ οίκον εγκλεισμού στην αρχή είχε το ευεργετικό αποτέλεσμα ότι σε πολλά άτομα δόθηκε η ευκαιρία να κοιμηθούν τις 7-8 ώρες που χρειάζονταν και να ομαλοποιήσουν τους βιολογικούς ρυθμός καθώς και την σωματική τους ευεξία.

Η παράταση βέβαια της καραντίνας , η συνεχής ενημέρωση για τον «αόρατο» και επικίνδυνο εχθρό άρχισε σιγά-σιγά να επιδρά στον ψυχικό μας κόσμο δημιουργώντας σε άλλοτε άλλο βαθμό συναισθήματα άγχους ή/και κατάθλιψης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτες μελέτες για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ύπνου στον γενικό πληθυσμό έδειξαν μείωση του ύπνου βραδέων κυμάτων (ο «βαθύς» ύπνος που ξεκουράζει το σώμα μας) και αύξηση του ύπνου REM (o «ονειρικός» ύπνος που σχετίζεται με το συναίσθημα και την μνήμη μας). Η μείωση του βαθέως ύπνου αποδίδεται με την μείωση της σωματικής άσκησης. Η όποια επιτρεπόμενη σωματική άσκηση της περιόδου εγκλεισμού είναι σαφές ότι δεν μπορεί να συγκριθεί με την σωματική καταπόνηση της καθημερινής ζωής. Από την άλλη μεριά η αύξηση του ονειρικού ύπνου σχετιζόταν με την διαταραχή του συναισθήματος από τα πρωτόγνωρα γεγονότα. Το άγχος, η αβεβαιότητα και ο φόβος έβρισκαν μια βαλβίδα εκτόνωσης στην φάση του REM ύπνου. Έρευνες έδειξαν μια μεταβολή στην συχνότητα ενθύμησης των ονείρων και της εμφάνισης δυσάρεστων ονείρων ή εφιαλτών. Κυρίαρχες λέξεις στο περιεχόμενο των ονείρων ήταν ο «φόβος μόλυνσης από τον ιό», «τήρηση αποστάσεων», «κίνδυνος νοσηλείας και θανάτου» καθώς και «φόβος απώλειας αγαπημένων προσώπων». Το σενάριο των ονείρων αφορούσε καταστάσεις εναγώνιας προσπάθειας αποφυγής πιθανής έκθεσης στον ιό ή εικόνες νόσησης και αγωνίας. Ενίοτε οι νυχτερινοί εφιάλτες ήταν τόσο έντονοι ώστε να οδηγούν σε πολλαπλές αφυπνίσεις από τον νυχτερινό ύπνο και αδυναμία συνέχισης του ύπνου.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της παράτασης του εγκλεισμού ήταν η μεταβολή των ωραρίων ύπνου. Πολλά άτομα άρχισαν να κοιμούνται πολύ αργά (3-4 το πρωί) και να ξυπνούν αργά το μεσημέρι. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν η ενασχόληση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με χρήση των σύγχρονων ηλεκτρονικών συσκευών (κινητά, υπολογιστές) ή η παρακολούθηση ταινιών στην τηλεόραση μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Αποτέλεσμα αυτής της παθολογικής συνήθειας ήταν οι μεταβολές στο βιολογικό ρολόι, συγκεκριμένα της έκκρισης της βασικής ορμόνης που προάγει τον ύπνο , της μελατονίνης. Η τελευταία ονομάζεται και «ορμόνη του σκότους» καθότι η παραγωγή της προϋποθέτει την ύπαρξη σκότους κάτι που δεν μπορεί να γίνει όταν κανείς βρίσκεται συνεχώς μπροστά στην οθόνη ενός κινητού ή υπολογιστή. Το φαινόμενο αυτό πήρε μεγάλες διαστάσεις και στα παιδιά -εφήβους δημιουργώντας τους προβλήματα κατά την ημέρα στην τηλεκπαίδευση ή άλλες δραστηριότητας λόγω υπνηλίας και κόπωσης.

Ήταν απολύτως αναμενόμενο ότι πολύ σύντομα η έντονη ψυχική καταπόνηση και τα παθολογικά ωράρια ύπνου θα οδηγούσαν στην αυπνία. Όλο και περισσότερα άτομα εμφάνιζαν δυσκολία στην έλευση ή/και διατήρηση του ύπνου. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα εισήχθη ένας νέος ιατρικός όρος για την χρόνια αϋπνία σχετιζόμενο με το άγχος/διαταραχές λόγω της πανδημίας COVID-19 (Coronosomnia, κορονο- αϋπνία). Ανεξάρτητα από την ώρα που προσπαθούσαν να κοιμηθούν (σε φυσιολογική ώρα δέκα με έντεκα το βράδυ ή πολύ αργότερα λόγω ενασχόλησης με ηλεκτρονικές συσκευές) η αυπνία άρχισε να γίνεται όλο και συχνότερη. Το πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι πολλά άτομα με αυπνία φοβούμενοι ή μη μπορώντας να συμβουλευθούν έναν ειδικό ιατρό ύπνου κατέφευγαν σε μη επιτρεπτές λύσεις όπως την χρήση αλκοόλ ως υπναγωγού ή χρήση αγχολυτικών, υπναγωγών ή αντικαταθλιπτικών φαρμάκων χωρίς ιατρική παρακολούθηση. Αυτές οι επιλογές οδήγησαν πολλούς συνανθρώπους μας σε επιδείνωση των προβλημάτων ύπνου αλλά και σε παρενέργειές λόγω των λανθασμένων αυτών επιλογών.
Οι διαταραχές ύπνου που αυξάνονταν με γρήγορο ρυθμό όσο η κατάσταση συνεχιζόταν οδήγησαν σε παθολογικές συμπεριφορές μέσα στη μέρα. Ο θυμός , η ευερεθιστότητα ,οι περίοδοι μελαγχολίας ή κατάθλιψης οδήγησαν όπως ήταν φυσικό σε προβλήματα στις ενδοοικογενειακές , επαγγελματικές και κοινωνικές σχέσεις.

Ακόμη και όταν έγινε άρση των μέτρων και την ανακοίνωση των ελπιδοφόρων μηνυμάτων για το εμβόλιο πολλά από τα προβλήματα ύπνου συνεχίσθηκαν ή άργησαν να αποκατασταθούν. Η άσκοπη χρήση φαρμάκων χωρίς ιατρική παρακολούθηση συνεχίσθηκε όπως πολύ καθαρά φαίνεται και από τις μετρήσεις τέτοιων ουσιών στα λύματα των πόλεων.

Ένα θέμα που πρέπει να επισημανθεί είναι το γεγονός ότι οι συνθήκες της πανδημίας οδήγησαν σε υποεκτίμηση άλλων συχνών προβλημάτων ύπνου με κυρίαρχο το σύνδρομο υπνικής άπνοιας. Η υπολειτουργία των εργαστηρίων ύπνου, απότοκη των πρωτόγνωρων συνθηκών, αλλά και ο αρνητισμός πολλών να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια αύξησε τον αριθμό των αδιάγνωστων και άρα μη αντιμετωπιζόμενων ασθενών με υπνική άπνοια. Η συγκεκριμένη νοσολογική οντότητα πέρα από τους πολλαπλούς κινδύνους για την καρδιακή, εγκεφαλική και μεταβολική λειτουργία του οργανισμού έχει σαφώς δυσμενή επίδραση στην άμυνα του οργανισμού απέναντι σε κάθε λοιμογόνο παράγοντα όπως COVID-19. Ασθενείς με διαγνωσμένη υπνική άπνοια διέκοψαν σε κάποιες περιπτώσεις την αντιμετώπιση με αναπνευστικές συσκευές χωρίς ιατρική συμβουλή σαν αποτέλεσμα των παθολογικών ωραρίων ύπνου , της αυπνίας αλλά και του αρνητισμού για κάθε θεραπεία λόγω διαταραχής συναισθήματος. Επιπρόσθετα η μειωμένη σωματική άσκηση καθώς και η κακή διατροφή (ποιοτικά αλλά και χρονικά λόγω παθολογικών ωραρίων ύπνου) αύξησε το ποσοστό παχυσαρκίας , γεγονός που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση των ατόμων με υπνική άπνοια. Η χρήση αλκοόλ ή ηρεμιστικών σκευασμάτων στους ασθενείς αυτούς οδήγησε σε επιδείνωση του συνδρόμου και τους έθεσε σε ενίοτε επικίνδυνες επιπλοκές από το καρδιαγγειακό σύστημα κατά τον ύπνο.

Ένα σχεδόν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας είναι βέβαιο ότι η επιστημονική κοινότητα της ιατρικής του ύπνου έμαθε πολλά από την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση. Η ενημέρωση του πληθυσμού για την σημασία της διατήρησης καλού ύπνου έγινε πιο εντατική . Η σύγχρονη τεχνολογία έδωσε την δυνατότητα για εξ αποστάσεως ιατρικές συνεντεύξεις και παρακολούθησης ασθενών με διαταραχές ύπνου. Σύγχρονες συσκευές παρακολούθησης ύπνου (κινητά , ρολόγια) δοκιμάστηκαν όσο ποτέ άλλοτε σχετικά με την αξιοπιστία και την πιθανή χρησιμότητα τους για την παρακολούθηση και αντιμετώπιση των διαταραχών ύπνου.
Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ύπνου πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει σωματική και ψυχική ευεξία χωρίς χρονικά επαρκή αλλά και ποιοτικό ύπνο. Η πανδημία διατάραξε την ψυχική μας υγεία αλλά και τον ύπνο μας. Τώρα όμως βρισκόμαστε σε ένα πολύ διαφορετικό σημείο από πέρσι. Γνωρίζουμε το πρόβλημα , υπάρχουν εμβόλια ξέρουμε πως να προφυλαχτούμε. Η ύπαρξη διαταραχών ύπνου όπως αυτές που προαναφέρθηκαν δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη ή να οδηγεί σε χρήση φαρμάκων χωρίς ιατρική συμβουλή. Όσο νωρίτερα διαγνωσθούν οι διαταραχές ύπνου τόσο πιο αποτελεσματική είναι η θεραπεία τους.

Όλοι δικαιούνται έναν ασφαλή και ποιοτικό ύπνο και το Τμήμα Διαταραχών Ύπνου του Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center έχει το εξειδικευμένο προσωπικό καθώς και τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό για να επιλύσει κάθε πρόβλημα. Ακρογωνιαίος λίθος για την διάγνωση είναι η μελέτη ύπνου που γίνεται στα ειδικά Εργαστήρια Ύπνου.