Η συμπάθεια της Ρίτα προς τον καθηγητή Frank Bryant ήταν μάλλον το κλειδί για να «πάρει τα γράμματα» στο έργο «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα», ακόμα και αν ο εμπνευστής του Willy Russell πιθανώς το αγνοούσε. Σύμφωνα με μελέτη νευροεπιστημόνων από το Πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Communications Psychology, ο εγκέφαλός μας είναι «προγραμματισμένος» να μαθαίνει περισσότερα από ανθρώπους που συμπαθούμε και λιγότερα από όσους αντιπαθούμε.

Η μνήμη μας επιτρέπει να μαθαίνουμε από νέες εμπειρίες και να επικαιροποιούμε τη γνώση που έχουμε ήδη αποκτήσει. Τα συμπεράσματά μας για τον κόσμο προκύπτουν από τις μεμονωμένες εμπειρίες μας αυτές καθαυτές, αλλά και τη δυνατότητα να εντοπίζουμε μεταξύ τους συνδέσεις. Έτσι, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα ακόμα και αν μας λείπει η άμεση εμπειρία. Η ολοκλήρωση της μνήμης, όπως αποκαλείται αυτή η διαδικασία, καθιστά τη μάθηση γρήγορη και ευέλικτη.

Η Inês Bramão, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Lund, έδωσε ένα παράδειγμα ολοκλήρωσης της μνήμης στο δελτίο τύπου για τη μελέτη:

«Ας υποθέσουμε ότι περπατάτε σε ένα πάρκο. Βλέπετε έναν άνδρα με έναν σκύλο. Λίγες ώρες αργότερα, βλέπετε τον ίδιο σκύλο στην πόλη με μια γυναίκα. Ο εγκέφαλός σας κάνει γρήγορα τη σύνδεση ότι ο άνδρας και η γυναίκα είναι ζευγάρι, παρόλο που δεν τους έχετε δει ποτέ μαζί».

«Η εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων είναι προσαρμοστική και χρήσιμη» σημειώνει, προειδοποιώντας βέβαια για τον κίνδυνο ο εγκέφαλός μας να βγάζει λανθασμένα συμπεράσματα ή να θυμάται επιλεκτικά.

Ποιος δίνει την πληροφορία

Οι ερευνητές μελέτησαν την ικανότητα μάθησης και μνήμης μέσα από σειρά πειραμάτων που ζητούσαν στους συμμετέχοντες να θυμηθούν και συσχετίσουν διαφορετικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως ένα μπολ, μια μπάλα, ένα κουτάλι, ένα ψαλίδι κ.α..

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ολοκλήρωση της μνήμης, η ικανότητα δηλαδή να θυμούνται και να συνδέουν πληροφορίες που απέκτησαν κατά τη διαδικασία μάθησης, επηρεαζόταν από το ποιος τις είχε μοιραστεί. Εάν επρόκειτο για πρόσωπο που «ταίριαζε» στους συμμετέχοντες -είχαν δηλώσει αν το συμπαθούν ή όχι επί τη βάσει παραγόντων όπως οι πολιτικές απόψεις, οι σπουδές, οι διατροφικές συνήθειες, τα αγαπημένα αθλήματα, τα χόμπι και η μουσική-, η σύνδεση των πληροφοριών γινόταν ευκολότερα συγκριτικά με τα άτομα που αντιπαθούσαν.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα θα μπορούσαν να εξηγήσουν και τη στάση των ανθρώπων απέναντι σε πολιτικές αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Ακολουθεί το παράδειγμα της Δρ Bramão:

«Ένα πολιτικό κόμμα υποστηρίζει την αύξηση των φόρων προς όφελος της υγειονομικής περίθαλψης. Αργότερα, επισκέπτεστε ένα κέντρο υγείας και παρατηρείτε ότι έχουν γίνει βελτιώσεις. Αν συμπαθείτε το κόμμα που ήθελε να βελτιώσει τον τομέα της υγείας μέσω αύξησης της φορολογίας, είναι πιθανό να αποδώσετε τις βελτιώσεις σε αυτό, παρότι η κατάσταση μπορεί να καλυτέρευσε για εντελώς διαφορετικούς λόγους».

Θεμελιώδεις μηχανισμοί

Μεγάλος όγκος ερευνών περιγράφουν την τάση των ανθρώπων να αφομοιώνουν διαφορετικά τις πληροφορίες αναλόγως του ποιος τις μεταδίδει και πώς αυτό χαρακτηρίζει την πόλωση και την αντίσταση στη γνώση.

«Η έρευνά μας είναι πώς αυτά τα σημαντικά φαινόμενα μπορούν να αποδοθούν εν μέρει σε θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τον τρόπο λειτουργίας της μνήμης μας» ανέφερε ο Mikael Johansson, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λουντ. «Έχουμε την τάση να συνδέουμε και να ανανεώνουμε τις γνώσεις μας με πληροφορίες από ομάδες της προτίμησής μας. Αυτές οι πηγές πληροφόρησης συνήθως ευθυγραμμίζονται με τις πεποιθήσεις και ιδέες μας, ενισχύοντας ενδεχομένως τις πολωμένες απόψεις» πρόσθεσε.

Ένα σημείο που στάθηκαν οι ερευνητές ήταν η διαφορετική πρόσληψη ακόμα και ουδέτερων ως προς το περιεχόμενο πληροφοριών. Η κατανόηση της ρίζας του προβλήματος της πόλωσης στις εγκεφαλικές λειτουργίες, θα μπορούσε να ρίξει περισσότερο φως στις πολύπλοκες συμπεριφορές μας και να αποκαλύψει αλήθειες που εκτείνονται πέρα από τις ψηφιακές φούσκες (filter bubbles)* των social media.

*Ο όρος “filter bubbles” περιγράφει μια κατάσταση κατά την οποία οι χρήστες του διαδικτύου «πέφτουν» μόνο σε πληροφορίες και απόψεις με τις οποίες συμφωνούν, ως αποτέλεσμα των δικών τους διαδικτυακών συμπεριφορών που επιτρέπουν τη διαμόρφωση εξατομικευμένων εμπειριών από τον αλγόριθμο.

Διαβάστε επίσης:

Πρώτα φίλοι, μετά εραστές – Πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το σενάριο

Στρες: Το φυσικό αγχολυτικό που δρα άμεσα και αποτελεσματικά

Άνοια: Η συνήθεια που μας κάνει να «χάνουμε» το μυαλό μας