Η πανδημία του κορωνοϊού έχει επηρεάσει καθοριστικά τη ζωή μας από την εμφάνισή της, στο τέλος του 2019 μέχρι και σήμερα. Οι περιορισμοί που έφερε μαζί της και ο φόβος της λοίμωξης άλλαξαν δραστικά την καθημερινότητά μας, αναγκάζοντάς μας να υιοθετήσουμε νέες συνήθειες, ώστε να προστατευθούμε. Και, είτε νοσήσαμε είτε όχι, ο κορωνοϊός έχει αφήσει το δικό του αποτύπωμα στην ψυχική μας υγεία, ενώ τα περιοριστικά μέτρα επηρέασαν σημαντικά την οικονομική κατάσταση των περισσότερων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη.

Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, όμως, υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που κινδυνεύει να πληγεί περισσότερο από τις ψυχικές, αλλά και τις οικονομικές επιπτώσεις που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού: Πρόκειται για τους μεγαλύτερους σε ηλικία ενήλικες που μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό. Σύμφωνα με τα νέα ερευνητικά ευρήματα, οι άνθρωποι αυτοί έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν σοβαρότερες συνέπειες στην ψυχική και οικονομική τους κατάσταση, ενώ είναι και πιο δύσκολο να ανακάμψουν από αυτές τις δυσκολίες.

Η μελέτη του University College London (UCL), τα ευρήματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο Proceedings of the National Academy of Sciences, αξιοποίησε τα δεδομένα 5.146 ενηλίκων ηλικίας μεταξύ 52-74 ετών, οι οποίοι συμμετείχαν στην Αγγλική Διαχρονική Μελέτη Γήρανσης, με σκοπό να εξεταστούν τόσο οι άμεσες, όσο και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της λοίμωξης με COVID-19 στην ψυχική υγεία, το ευ ζην, τις κοινωνικές συναναστροφές, αλλά και την οικονομική δυνατότητα των γηραιότερων ενηλίκων.

Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στη μελέτη χωρίστηκαν σε πιθανά κρούσματα COVID-19 και σε εκείνους που δεν μολύνθηκαν ποτέ. Οι μελετητές βασίστηκαν σε αναφορές των ίδιων των συμμετεχόντων για ύποπτα συμπτώματα, με σκοπό να τους χωρίσουν σε πιθανά ή μη κρούσματα κορωνοϊού. Δεν διενεργήθηκαν, ωστόσο, εργαστηριακά τεστ που να επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα.

Οι συμμετέχοντες παρείχαν στους ερευνητές πληροφορίες τόσο για το διάστημα πριν την πανδημία (2018-2019), όσο και δύο αναφορές κατά τη διάρκεια του 2020 (Ιούνιος – Ιούλιος και Νοέμβριος – Δεκέμβριος). Οι ερευνητές έλαβαν επίσης υπόψη τους κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά, παράγοντες που σχετίζονταν με την υγεία των συμμετεχόντων, καθώς και δεδομένα της προ πανδημικής περιόδου.

Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι ενήλικες άνω των 52 ετών έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως κατάθλιψη και άγχος, καθώς και να αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες αφού μολυνθούν με κορωνοϊό. Ειδικότερα, σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης παρουσίαζε το 49% των ενηλίκων με πιθανή λοίμωξη COVID-19, έναντι του 22% όσων δεν είχαν μολυνθεί, το διάστημα Ιουνίου – Ιουλίου 2020. Επιπροσθέτως, το 12% των ανθρώπων με πιθανή μόλυνση αντιμετώπισε έντονο στρες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε όσους δεν νόσησαν άγγιξε μόλις το 6%.

Μάλιστα, σύμφωνα με τα ερευνητικά ευρήματα, οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις διήρκεσαν έως και 6 μήνες από την χρονική στιγμή που εκτιμήθηκε ότι ξεκινήσε η μόλυνση. Οι συνέπειες παρουσίασαν, μάλιστα, επιδείνωση, βάσει των δεδομένων της επόμενης καταγραφής του Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2020, οπότε και υπολογίστηκε ότι το σύμπτωμα της κατάθλιψης και του άγχους σε αυτά τα άτομα άγγιζε το 72% και 13% αντίστοιχα. Τα ίδια ποσοστά στους υπερήλικες που δεν είχαν μολυνθεί ήταν 33% και 7% αντίστοιχα.

Oι οικονομικές δυσκολίες, ωστόσο, φάνηκε να κάμπτονται μέχρι τον Νοέμβριο του 2020, οπότε και δεν καταγράφηκαν αξιόλογες διαφορές μεταξύ εκείνων που πιθανώς είχαν μολυνθεί και εκείνων που δεν μολύνθηκαν ποτέ.

Η επιδείνωση της ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, θα μπορούσε, βέβαια, να οφείλεται και στα περιοριστικά μέτρα, που στέρησαν την προσωπική ελευθερία, επηρεάζοντας τον ψυχισμό των περισσότερων ανθρώπων. Επιπροσθέτως, περίπου το 40% όσων πιθανώς είχαν μολυνθεί από COVID-19 αντιμετώπισε περισσότερες οικονομικές δυσκολίες το διάστημα Ιουνίου – Ιουλίου 2020 συγκριτικά με την προπανδημική περίοδο. Αντίθετα, μόλις ένα 20% όσων δεν είχαν μολυνθεί εμφάνισε οικονομικά προβλήματα μετά την έλευση της πανδημίας. Παράλληλα, το ποσοστό των ανθρώπων που αισθανόταν μοναξιά ήταν διπλάσιο στους υπερήλικες με πιθανή λοίμωξη, συγκριτικά με εκείνους που δεν είχαν μολυνθεί.

Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, δρ. Ellie Iob από το Ινστιτούτο Υγείας και Επιδημιολογίας του UCL δήλωσε χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν λίγα στοιχεία επί του παρόντος σχετικά με τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η λοίμωξη από COVID-19 στην ψυχική υγεία, την οικονομική κατάσταση και τις κοινωνικές σχέσεις ενός ατόμου. Ωστόσο, η μελέτη μας δείχνει ότι οι μεγαλύτεροι ενήλικες με πιθανή λοίμωξη αντιμετώπισαν υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και άγχους, κατώτερη ποιότητα ζωής, ανεπτυγμένη αίσθηση μοναξιάς, αλλά και περισσότερα οικονομικά προβλήματα σε σύγκριση με αυτούς που δεν μολύνθηκαν. Αυτό ήταν εμφανές τόσο στην οξεία φάση της μόλυνσης, όσο και έως και έξι μήνες αργότερα. Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι ο αρνητικός ψυχοκοινωνικός αντίκτυπος της λοίμωξης COVID-19 είναι μακροχρόνιος και ευρύτερα υπαρκτός σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Ενθαρρύνουμε οποιονδήποτε αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα να μιλήσει στον γιατρό του».

Διαβάστε ακόμη:

Lockdown: Πόσο «τραυμάτισαν» την ψυχή των παιδιών

Κορωνοϊός: O απρόσμενος παράγοντας που δυσκολεύει και καθυστερεί την ίαση

Πανδημία: Πόσο αύξησε τη μοναξιά σε όλο τον κόσμο