Μια σημαντική διαπίστωση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτελεσματικότερες θεραπείες για τους ασθματικούς ασθενείς αποκαλύπτει νεότερη μελέτη από το Πανεπιστήμιο Edith Cowan. Ειδικότερα, η επιστημονική ομάδα ανακάλυψε ότι όσοι έπασχαν από βαριάς μορφής άσθμα, εμφάνιζαν ένα ιδιαίτερο βιοχημικό (μεταβολικό) προφίλ, ανιχνεύσιμο στα ούρα τους, σε σύγκριση με τους ασθενείς με ήπιας  έως μέτριας μορφής άσθμα και των υγιών ατόμων.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Stacey Reinke (ECU) και τον δρα Craig Wheelock (Ινστιτούτο Καρολίνσκα, Σουηδία), ανέλυσαν δείγματα ούρων περισσότερων από 600 συμμετεχόντων σε 11 χώρες, στο πλαίσιο της μελέτης U-BIOPRED, μιας πανευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για τον εντοπισμό και την καλύτερη κατανόηση των διαφορετικών υποτύπων του σοβαρού άσθματος. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο European Respiratory Journal.

Πιο συγκεκριμένα, ανιχνεύτηκε ένας τύπος μεταβολίτη (καρνιτίνες), ο οποίος μειωνόταν στους ασθενείς με σοβαρό άσθμα. Οι καρνιτίνες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παραγωγή κυτταρικής ενέργειας αλλά και στις ανοσολογικές αποκρίσεις. Όπως προκύπτει από περαιτέρω αναλύσεις των ερευνητών, ο μεταβολισμός της καρνιτίνης ήταν χαμηλότερος στους ασθενείς με βαρύ άσθμα.

Όπως διευκρινίζει η δρα Stacey Reinke, «το οξύ άσθμα εμφανίζεται όταν τα συμπτώματα είναι ανεξέλεγκτα, παρά τη θεραπεία με υψηλά επίπεδα φαρμακευτικής αγωγής και/ή τη χορήγηση πολλαπλών φαρμάκων. Για να εντοπίσουμε και να αναπτύξουμε νέες θεραπευτικές επιλογές, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε καλύτερα τους υποκείμενους μηχανισμούς της νόσου».

Ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι να εξεταστεί το βιοχημικό προφίλ του σώματος, ή αλλιώς το μεταβολικό προφίλ, το οποίο αποτυπώνει την τρέχουσα σωματική κατάσταση ενός ατόμου και δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τις διαδικασίες της νόσου.

«Σε αυτή την περίπτωση, μπορέσαμε να χρησιμοποιήσουμε το μεταβολισμό των ούρων των ασθενών με άσθμα, για να εντοπίσουμε θεμελιώδεις διαφορές στον ενεργειακό μεταβολισμό που μπορεί να αποτελέσουν στόχο για νέες παρεμβάσεις στον έλεγχο του άσθματος», επισήμανε η δρ Stacey Reinke.

Η φυσική σύσταση των πνευμόνων, με τα πολλά αιμοφόρα αγγεία, επιτρέπει στους ερευνητες να εξετάσουν πιθανές θεραπείες. Αυτό συμβαίνει διότι οι ενδεχόμενες αλλαγές στους πνεύμονες «περνούν» στην κυκλοφορία του αίματος και στη συνέχεια αποβάλλονται μέσω των ούρων.

Αν και πρόκειται για προκαταρκτικά αποτελέσματα, οι ερευνητές θα συνεχίσουν την έρευνά τους, με στόχο την εύρεση της βέλτιστης θεραπείας.

 

Διαβάστε ακόμη:

Άσθμα: Πότε καλύπτεται από το ασφαλιστικό συμβόλαιο και πότε όχι

Άσθμα: Ο παράγοντας που αφορά τη μητέρα και αυξάνει τον κίνδυνο για το παιδί

Άσθμα: Ο παράγοντας – κλειδί που θωρακίζει τους πνεύμονες του παιδιού