Πολλά παιδιά θα περάσουν μια βρογχίτιδα στην πρώιμη παιδική ηλικία και αυτό μπορεί να επηρεάσει την μετέπειτα υγεία των πνευμόνων τους σύμφωνα με νεότερα ερευνητικά στοιχεία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα της Μονάδας Αλλεργίας και Πνευμονικής Υγείας του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, όσα παιδιά είχαν πάθει βρογχίτιδα τουλάχιστον μία φορά πριν από την ηλικία των επτά ετών, είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν πνευμονικές παθήσεις στη μετέπειτα ζωή τους.

Οι πιο συνήθεις πνευμονοπάθειες, από τις οποίες έπασχαν τα άτομα αυτά μέχρι την ηλικία των 53 ετών ήταν το άσθμα και η πνευμονία και όχι η χρόνια βρογχίτιδα ή η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο BMJ Open Respiratory Research και πρόκειται για μία από τις παλαιότερες μακροπρόθεσμες μελέτες υγείας στον κόσμο με τίτλο Tasmanian Longitudinal Health Study, η οποία παρακολούθησε 8.583 άτομα που γεννήθηκαν στην Τασμανία το 1961 και ξεκίνησαν το σχολείο το 1968. Όπως επισημαίνει η επικεφαλής συγγραφέας δρ Jennifer Perret, «τα παιδιά με παρατεταμένη βακτηριακή βρογχίτιδα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής χρόνιας λοιμώδους πνευμονοπάθειας μετά από δύο έως πέντε χρόνια, οπότε μελέτες όπως η δική μας τεκμηριώνουν τη δυνατότητα των συμπτωματικών παιδιών να αναπτύξουν πνευμονικές παθήσεις, όπως άσθμα και αλλαγές στην πνευμονική λειτουργία, μέχρι τα μέσα της ενήλικης ζωής».

H ερευνητική ομάδα διαπίστωσε τη σχέση μεταξύ της παιδικής βρογχίτιδας και των πνευμονικών δυσλειτουργιών των ενηλίκων, διερευνώντας τους αρχικούς συμμετέχοντες της μελέτης. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για 46 χρόνια κατά μέσο όρο με το 42% να συμπληρώνει ένα άλλο ερωτηματολόγιο, μαζί με τους ασθενείς με κάποια διαγνωσμένη πνευμονική πάθηση και μιας κλινικής εξέτασης, μεταξύ 2012 και 2016.

Μετά και την κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων σε ομάδες με βάση τον αριθμό και τη διάρκεια των επεισοδίων βρογχίτιδας, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όσο πιο συχνά ένα άτομο είχε διαγνωστεί από γιατρό με πνευμονία και άσθμα, τόσο πιο πιθανό ήταν να είχε βρογχίτιδα στην παιδική ηλικία.

«Σε σύγκριση με την πλειοψηφία που δεν έπασχε ποτέ από βρογχίτιδα, υπήρχε μια αυξητική τάση του κινδύνου για μεταγενέστερο άσθμα και πνευμονία, που ενισχυόταν όσο πιο συχνά ένα άτομο έπασχε από βρογχίτιδα ως παιδί, και ιδίως αν είχε επαναλαμβανόμενα επεισόδια που παρατείνονταν για τουλάχιστον ένα μήνα σε διάρκεια» εξηγεί η δρ. Jennifer Perret.

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι η μελέτη θα διευκολύνει τους γιατρούς να εντοπίσουν τα παιδιά που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια πιο στενή παρακολούθηση και έγκαιρες παρεμβάσεις, έτσι ώστε να διατηρηθούν υγιή μέχρι τα μέσα της ενήλικης ζωής τους.

Διαβάστε επίσης: 

Κορωνοϊός: Η νόσηση μπορεί να επιδεινώσει το παιδικό άσθμα

Άσθμα: Ο παράγοντας που αφορά τη μητέρα και αυξάνει τον κίνδυνο για το παιδί