Για δεκαετίες, οι επιστήμονες παρατηρούσαν ένα… παράδοξο φαινόμενο: τα παιδιά που τα καταφέρνουν καλύτερα στα τεστ νοημοσύνης τείνουν να ζουν περισσότερα χρόνια από τους συνομηλίκους τους με χαμηλότερες επιδόσεις. Ήταν, όμως, αυτό απόρροια κοινωνικών παραγόντων, καλύτερης εκπαίδευσης και υγειονομικής φροντίδας ή, μήπως, υπήρχε κάτι βαθύτερο, ίσως βιολογικό, που συνέδεε τον νου με το προσδόκιμο ζωής;
Σε αυτό το πλαίσιο, μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου έρχεται να ρίξει φως σε αυτό το μυστήριο, αναδεικνύοντας γενετική σύνδεση μεταξύ της παιδικής νοημοσύνης και της μακροζωίας. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο Genomic Psychiatry και βασίζονται στην ανάλυση δεδομένων από περισσότερα από 400.000 άτομα.
Οι ερευνητές συνέκριναν γενετικά δεδομένα που σχετίζονται με τη γνωστική λειτουργία στην παιδική ηλικία -σε παιδιά ηλικίας 6 έως 18 ετών -με γενετικά δεδομένα που αφορούσαν τη διάρκεια ζωής. Η ανάλυση έδειξε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των δύο, παρέχοντας τις πρώτες ενδείξεις ότι η βιολογία παίζει σημαντικό ρόλο στη σχέση μεταξύ νοημοσύνης και προσδόκιμου ζωής.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι μέρος της σύνδεσης ανάμεσα στη γνωστική ικανότητα και τη μακροζωία εξηγείται από κοινά γενετικά στοιχεία. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η σχέση είναι αναπόφευκτη. Με την αλλαγή του περιβάλλοντος μπορούμε να επηρεάσουμε τον τρόπο που εκφράζονται τα γονίδια και, άρα, να αλλάξουμε και αυτή τη σύνδεση», εξήγησε ο Δρ. David Hill, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης στη DailyMail.
Σύμφωνα με τον Δρ. Hill, υπάρχουν 2 πιθανές εξηγήσεις για το φαινόμενο. Η πρώτη είναι ότι τα παιδιά με υψηλότερη νοημοσύνη έχουν περισσότερες ευκαιρίες για εκπαίδευση, καλύτερη επαγγελματική πορεία και, επομένως, πρόσβαση σε πιο υγιεινά περιβάλλοντα. Η δεύτερη είναι πιο βιολογική: τα ίδια γενετικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με υψηλή γνωστική ικανότητα, μπορεί να ενισχύουν την ανθεκτικότητα του οργανισμού απέναντι σε ασθένειες και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Παρότι η γενετική παίζει ρόλο, οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η μακροζωία δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τα γονίδια. Παράγοντες όπως η διατροφή, η εκπαίδευση, οι κοινωνικές συνθήκες και η ψυχική υγεία παραμένουν καθοριστικοί.
Παράλληλα, η ομάδα επισημαίνει ότι ο εντοπισμός ατόμων που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για προβλήματα υγείας, ήδη από την παιδική ηλικία, θα μπορούσε να επιτρέψει στοχευμένες παρεμβάσεις για την προαγωγή της υγείας και την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Από ό,τι φαίνεται, τα οφέλη της νοητικής ανάπτυξης στην παιδική ηλικία εκτείνονται πολύ πέρα από τη σχολική επίδοση, επηρεάζοντας τη μακροπρόθεσμη υγεία.
«Οι εκπαιδευτικές πολιτικές και οι πρώιμες παρεμβάσεις που ενισχύουν τη γνωστική ανάπτυξη θα μπορούσαν να έχουν ευρύτερα οφέλη για τη δημόσια υγεία απ’ ό,τι πιστεύαμε έως τώρα», σημειώνουν οι συγγραφείς.
Σημειώνεται ότι προηγούμενη μελέτη είχε ήδη δείξει ότι κάθε αύξηση στη βαθμολογία τεστ νοημοσύνης στη νεότητα συνδεόταν με 24% μικρότερο κίνδυνο θανάτου κατά τη διάρκεια μιας περιόδου παρακολούθησης μεταξύ 17 και 69 ετών. -μια σχέση που παρατηρήθηκε σε άνδρες και γυναίκες εξίσου.
Συμπέρασμα
Η παρούσα έρευνα επιβεβαιώνει ότι το μυαλό και το σώμα συνεργάζονται πιο στενά απ’ όσο φανταζόμασταν. Η επένδυση στη νοητική ανάπτυξη των παιδιών ίσως είναι, τελικά, και επένδυση στη μακροζωία, αφού τα παιδιά με υψηλότερες βαθμολογίες IQ είναι πιο πιθανό να βρίσκονται ακόμη στη ζωή έως και 70 χρόνια αργότερα, σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που απέδωσαν λιγότερο καλά.
Διαβάστε επίσης
Eυφυϊα: Τελικά γεννιόμαστε έξυπνοι ή γινόμαστε; Νέα μελέτη σε διδύμους δίνει την απάντηση
Mακροζωία: Ο κρυφός δείκτης που αποκαλύπτει αν θα γεράσουμε καλά – Όλοι μπορούμε να τον βελτιώσουμε