Ο διαβήτης κύησης δεν είναι απλώς μία προσωρινή διαταραχή της γλυκόζης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Νέα επιστημονικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες για την ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών και τη γνωστική λειτουργία των μητέρων όπως σημειώνει σε άρθρο της στο The Conversation η Dr.Adaikala Antonysunil, Επίκουρη Καθηγήτρια Βιοχημείας, Σχολή Επιστημών και Τεχνολογίας, στο Πανεπιστήμιο Nottingham Trent.

Η παρακάτω ανάλυση εξετάζει τα ευρήματα μιας εκτενούς μελέτης που συνέκρινε δεδομένα από 48 διαφορετικές έρευνες, καλύπτοντας σχεδόν μισό αιώνα επιστημονικής διερεύνησης.

Ο διαβήτης κύησης εμφανίζεται όταν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα αυξάνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, συνήθως στο δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο. Σε αντίθεση με τον διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2, συνήθως υποχωρεί μετά τη γέννηση του παιδιού. Ωστόσο, οι γυναίκες που τον εμφανίζουν έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή.

Η κατάσταση αυτή γίνεται ολοένα και πιο συχνή παγκοσμίως, κυρίως λόγω αυξημένων ποσοστών υπέρβαρων γυναικών κατά την έναρξη της εγκυμοσύνης και της μεγαλύτερης ηλικίας μητρότητας. Οι τρέχουσες εκτιμήσεις δείχνουν ότι επηρεάζει περίπου μία στις επτά εγκυμοσύνες.

Οι επιστήμονες στη νέα ανάλυση που εξετάζει τα ευρήματα μία εκτενούς μελέτης με δεδομένα από 48 διαφορετικές έρευνες – καλύπτοντας σχεδόν μισό αιώνα επιστημονικής διερεύνησης – διαπίστωσαν σημαντικές διαφορές στα αποτελέσματα των παιδιών που εκτέθηκαν σε διαβήτη κύησης κατά την ενδομήτρια ζωή τους.

Για τις μητέρες, οι διαφορές ήταν πιο διακριτές αλλά μετρήσιμες: σημείωσαν κατά μέσο όρο 2,5 μονάδες χαμηλότερα στο Montreal Cognitive Assessment, ένα ευρέως γνωστό τεστ μνήμης, προσοχής και επίλυσης προβλημάτων,  όπως σημειώνει η Dr. Adaikala Antonysunil.

Οι ερευνητές εντόπισαν, επίσης, βιολογικούς δείκτες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτά τα αποτελέσματα. Τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες με διαβήτη κύησης εμφάνισαν χαμηλότερα επίπεδα της πρωτεΐνης BDNF (brain-derived neurotrophic factor), η οποία υποστηρίζει την ανάπτυξη και την επιδιόρθωση των εγκεφαλικών κυττάρων και είναι κρίσιμη για τη μνήμη και τη μάθηση.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η υψηλή γλυκόζη κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή και οξειδωτικό στρες, να επηρεάσει τη λειτουργία του πλακούντα και τη ροή οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών στο αναπτυσσόμενο μωρό και να επηρεάσει την ανάπτυξη των εγκεφαλικών συνδέσεων.

Ένα ακόμη πεδίο έρευνας είναι η επιδιόρθωση μέσω επιγενετικής – χημικές τροποποιήσεις που επηρεάζουν το πώς ενεργοποιούνται ή απενεργοποιούνται τα γονίδια. Η διατροφή κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να πυροδοτήσει τέτοιες αλλαγές, με επιπτώσεις στον μεταβολισμό και την εγκεφαλική ανάπτυξη του παιδιού. Οι μελέτες δείχνουν ότι η βιταμίνη B12, η οποία παίζει ρόλο στην επιγενετική και στην επιδιόρθωση του DNA, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Χαμηλά επίπεδα B12 έχουν συνδεθεί με αρνητικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη του εμβρύου.

Σημαντικό είναι ότι όλες οι μελέτες της ανάλυσης ήταν παρατηρητικές, που σημαίνει ότι δείχνουν συσχετίσεις αλλά δεν αποδεικνύουν αιτιακή σχέση. Πολλοί άλλοι παράγοντες – γενετικοί, περιβαλλοντικοί ή κοινωνικοοικονομικοί – επηρεάζουν τα αποτελέσματα τόσο για τις μητέρες όσο και για τα παιδιά.

Παρά το γεγονός ότι δεν ανιχνεύθηκαν σημαντικές δομικές διαφορές στον εγκέφαλο των παιδιών, τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι επιπτώσεις μπορεί να είναι διακριτές, κυρίως στη γλώσσα, την προσοχή και τη μνήμη.

Τα ευρήματα της έρευνας έχουν σημαντικές επιπτώσεις για την υγειονομική περίθαλψη:

  • Παρακολούθηση γλυκόζης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
  • Υγιεινή διατροφή και τακτική άσκηση
  • Ιατρική παρέμβαση όταν χρειάζεται

Για τις μητέρες, η υποστήριξη πρέπει να συνεχίζεται και μετά τη γέννα, τόσο για την παρακολούθηση της γλυκόζης όσο και για τη γνωστική υγεία. Για τα παιδιά, οι πρώιμοι αναπτυξιακοί έλεγχοι μπορούν να εντοπίσουν εκείνα που μπορεί να χρειάζονται επιπλέον βοήθεια στη μάθηση ή τη συμπεριφορά.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι δεν πρόκειται για «κατηγορία» ή ενοχοποίηση: ο διαβήτης κύησης προκύπτει από ένα πολύπλοκο μείγμα βιολογικών, γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, πολλοί εκ των οποίων είναι πέραν του ατομικού ελέγχου. Αντιθέτως, η μελέτη δείχνει την ανάγκη για ευρύτερες στρατηγικές δημόσιας υγείας και υποστήριξη πριν, κατά και μετά την εγκυμοσύνη.

Με την αύξηση της συχνότητας διαβήτη κύησης παγκοσμίως, η καλύτερη κατανόηση αυτών των συσχετίσεων είναι κρίσιμη για την προστασία της ευημερίας μητέρων και παιδιών, καθώς και για την ανάπτυξη στοχευμένων στρατηγικών πρόληψης και υποστήριξης εγκεφαλικής υγείας στις επόμενες γενιές.

Διαβάστε επίσης

Σοκ για την επιστήμη: Ο Τραμπ συνδέει τον αυτισμό με τη λήψη παρακεταμόλης στην κύηση – Οι ειδικοί απαντούν

Αυτισμός: Το σημείο του εγκεφάλου που «ευθύνεται» για τα συμπτώματα – Ανοίγει ο δρόμος για νέες θεραπείες

Αυτισμός: Προσφέρουν λύση οι εναλλακτικές θεραπείες; Οι επιστήμονες απαντούν