Τα συστήματα φροντίδας ψυχικής υγείας διεθνώς δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες ανάγκες των πολιτών. Σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα, σχεδόν ένας στους δύο (49%) ερωτηθέντες αξιολογεί το σύστημα φροντίδας ψυχικής υγείας στη χώρα του ως «μέτριο» ή «κακό» – ποσοστό υψηλότερο από εκείνο που καταγράφεται για τη γενική υγειονομική περίθαλψη (42%). Τα δεδομένα αυτά προέκυψαν, τόσο από ποσοτική έρευνα, όσο και από συνεντεύξεις με επαγγελματίες υγείας.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 4.499 ερωτηθέντων σε έξι χώρες (Αυστραλία, Καναδάς, Γερμανία, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ), και εστιάζει στις τάσεις και αλλαγές που διαμορφώνουν σήμερα τον τομέα της υγείας παγκοσμίως.
Έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα
Παρά το γεγονός ότι το 90% των ερωτηθέντων δηλώνουν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας, πολλοί εξακολουθούν να είναι σκεπτικοί ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Ένας στους τρεις (33%) πιστεύει πως μπορεί να διαχειριστεί τις προκλήσεις ψυχικής υγείας μόνος του, ενώ το 17% δεν θεωρούν ότι η επαγγελματική βοήθεια θα είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η αβεβαιότητα κυριαρχεί σε όλα τα στάδια αναζήτησης βοήθειας: το 20% δεν γνωρίζουν πού ή πώς να αναζητήσουν υποστήριξη, ενώ το 18% δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις διαθέσιμες πληροφορίες.
Οι διαφορές είναι εμφανείς γεωγραφικά, με τους ερωτηθέντες στην Αυστραλία να κάνουν χρήση υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε μεγαλύτερο ποσοστό (57%) συγκριτικά με το Ηνωμένο Βασίλειο (44%). Επίσης, διαφοροποιήσεις υπάρχουν και ανά γενιά, με την Gen Z να εμφανίζεται πιο θετική (65%) απέναντι στη χρήση επαγγελματικών υπηρεσιών από ό,τι οι baby boomers (33%).
Μια σειρά από πολιτισμικούς και λειτουργικούς παράγοντες εξακολουθούν να δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Η αυτό-στιγματοποίηση και ο φόβος της έκθεσης λειτουργούν αποτρεπτικά για το 25% των ερωτηθέντων, ενώ για ακόμη περισσότερους, ο οικονομικός παράγοντας λειτουργεί ανασταλτικά: περισσότεροι από τους μισούς (55%) δηλώνουν ότι το κόστος ή οι ασφαλιστικοί περιορισμοί τούς αποθαρρύνουν από το να αναζητήσουν υποστήριξη. Οι δυσκολίες αυτές γίνονται ακόμη πιο έντονες για άτομα με ήδη επιβαρυμένη ψυχική κατάσταση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για πιο προσιτές, ευέλικτες και προσβάσιμες λύσεις υποστήριξης.
Ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στους επαγγελματίες υγείας
Η εμπιστοσύνη στην εύρεση του κατάλληλου επαγγελματία ψυχικής υγείας εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρόκληση. Το 32% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι δεν μπορούν να βρουν ειδικό με τις δεξιότητες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους, ενώ το 50% όσων έχουν ήδη λάβει υπηρεσίες ψυχικής υγείας έχουν αλλάξει επαγγελματία – κυρίως λόγω έλλειψης προσωπικής σύνδεσης ή προόδου.
Παρότι οι περισσότεροι εμπιστεύονται τους ειδικούς για την προστασία της ιδιωτικότητάς τους, το 58% εκφράζουν επιφυλάξεις για την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων τους, ειδικά με τη γενικευμένη χρήση ψηφιακών ιατρικών φακέλων και τον αυξανόμενο κίνδυνο παραβιάσεων. Την ίδια στιγμή, το 51% δηλώνουν διχασμένοι ανάμεσα στον φόβο του στιγματισμού και στα οφέλη που προκύπτουν από τον διαμοιρασμό δεδομένων ψυχικής υγείας.
Παρά τις προκλήσεις, η έρευνα αναδεικνύει μια κρίσιμη ευκαιρία: να αξιοποιηθεί η εμπιστοσύνη που ήδη δείχνουν οι πολίτες στους υφιστάμενους φορείς υγείας ως βασικό σημείο αναφοράς για την πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Μάλιστα, το 61% των ερωτηθέντων στρέφονται στον προσωπικό τους γιατρό για πληροφορίες σχετικές με την ψυχική υγεία, ενώ το 68% δηλώνουν ότι αισθάνονται άνετα να συζητήσουν τέτοια ζητήματα μαζί του – στοιχείο που υποδηλώνει ότι οι γιατροί πρώτης γραμμής μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στη σύνδεση των πολιτών με πιο εξειδικευμένη φροντίδα.
Ψηφιακές πλατφόρμες και νέα μοντέλα φροντίδας
Η τηλεϊατρική κερδίζει έδαφος ως αξιόπιστο κανάλι πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα μεταξύ όσων είναι ήδη εξοικειωμένοι με το σύστημα: το 54% δηλώνουν θετικοί απέναντι στις τηλεσυνεδρίες, έναντι 49% όσων δεν έχουν ακόμα χρησιμοποιήσει παρόμοιες υπηρεσίες. Η αποδοχή είναι ακόμη πιο έντονη στις νεότερες γενιές: Gen Z, Y και X, όπου πάνω από τους μισούς (55%) προτιμούν τις online συνεδρίες, σε σύγκριση με μόλις 39% των baby boomers.
Σε ό,τι αφορά τις προτιμήσεις θεραπείας, η συζήτηση με ειδικό παραμένει η βασική συνιστώσα: το 40% επιλέγουν αποκλειστικά την ψυχοθεραπεία, ενώ σχεδόν οι μισοί (48%) προτιμούν έναν συνδυασμό ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής. Μόνο ένα 10% βασίζεται αποκλειστικά στη φαρμακευτική προσέγγιση, στοιχείο που ενισχύει την εικόνα ενός μοντέλου φροντίδας που δίνει έμφαση στην ανθρώπινη επαφή και στον διάλογο ως βασικά εργαλεία φροντίδας της ψυχικής υγείας.
Το μέλλον της ψυχικής υγείας
Παρά τα εμπόδια που εξακολουθούν να δυσκολεύουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας, καταγράφεται αυξανόμενο ενδιαφέρον για ψηφιακά εργαλεία και τεχνολογίες διάγνωσης. Το 60% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι θα ένιωθαν άνετα να χρησιμοποιήσουν τεστ για τον εντοπισμό γενετικών προδιαθέσεων σε ψυχικές παθήσεις, ενώ το 59% θα επέλεγαν λύσεις που συλλέγουν και μεταφέρουν δεδομένα ψυχικής υγείας σε επαγγελματίες, επιτρέποντας την παροχή απομακρυσμένης και άμεσης υποστήριξης σε πραγματικό χρόνο. Παράλληλα, το 42% είναι ανοιχτοί ακόμη και στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης (AI) για την ανίχνευση κινδύνων και την παροχή θεραπευτικών συστάσεων.
Εάν αξιοποιηθούν σωστά, αυτές οι τεχνολογίες μπορούν να γίνουν καταλύτης για την ενίσχυση της πρόληψης και της έγκαιρης παρέμβασης, οικοδομώντας, ταυτόχρονα, εμπιστοσύνη σε ένα νέο, πιο συνδεδεμένο και προληπτικό μοντέλο ψυχικής φροντίδας.
Η μελέτη προτείνει τέσσερις βασικούς τομείς δράσης για τη βελτίωση της πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, της εμπειρίας των πολιτών και των αποτελεσμάτων:
- Βελτίωση της συλλογής και ανάλυσης δεδομένων ψυχικής υγείας για πιο ενημερωμένα και δίκαια αποτελέσματα
- Μετασχηματισμός των μοντέλων φροντίδας για καλύτερη διαλογή, πρόληψη και ολιστική προσέγγιση
- Ανάδειξη της αξίας και της προόδου για τους πολίτες, ασφαλιστικούς φορείς και τα ενδιαφερόμενα μέρη
- Επένδυση σε τομείς που οι πολίτες αναφέρουν ότι οι οργανισμοί υγείας αποτυγχάνουν σημαντικά
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η Ευτυχία Κασελάκη, Εταίρος στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών και Επικεφαλής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού της EY Ελλάδος, δήλωσε: «Η ψυχική υγεία έχει περάσει το στάδιο της ευαισθητοποίησης. Βρισκόμαστε πλέον στη φάση που χρειάζονται λύσεις – συγκεκριμένες, προσβάσιμες και μετρήσιμες. Τα δεδομένα παγκοσμίως δείχνουν ξεκάθαρα ότι υπάρχει διάθεση και ανάγκη, αλλά η πρόσβαση παραμένει ελλιπής, η εμπιστοσύνη εύθραυστη και η πρόληψη παραμελημένη. Η τεχνολογία μπορεί να ανοίξει δρόμους, αλλά μόνο αν αξιοποιηθεί σωστά, με γνώση, ευαισθησία και στόχο τη δημιουργία ενός οικοσυστήματος προληπτικής φροντίδας».
Η έρευνα διεξήχθη από την EY, σε συνεργασία με την EY Sweeney.
Διαβάστε επίσης
Πενταπλάσιος ο κίνδυνος κατάθλιψης για όσους νιώθουν μοναξιά
Tα δύο (άλλα) πρόσωπα της κατάθλιψης – Ένας ψυχολόγος εξηγεί τη σημασία της ντροπής και των ενοχών
Στο πλευρό παιδιών και εφήβων με κατάθλιψη και άγχος: 3 θεραπευτικά πρωτόκολλα του Υπουργείου Υγείας