Η πρόληψη των μεταβολικών νοσημάτων αποτελεί βασικό πυλώνα της δημόσιας υγείας. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας (UBC Okanagan) ανακάλυψαν ότι η μέτρηση των επιπέδων ινσουλίνης στο σάλιο μπορεί να αποτελέσει έναν απλό, μη επεμβατικό και αξιόπιστο δείκτη για την πρώιμη διάγνωση του διαβήτη τύπου 2, της παχυσαρκίας και άλλων χρόνιων παθήσεων. Η νέα αυτή μελέτη φέρνει στο προσκήνιο μία πολλά υποσχόμενη εναλλακτική έναντι των παραδοσιακών αιματολογικών εξετάσεων.

Η μέτρηση των αυξημένων επιπέδων ινσουλίνης στο αίμα, γνωστή ως υπερινσουλιναιμία, αποτελεί τεκμηριωμένη μέθοδο αξιολόγησης της μεταβολικής υγείας και μπορεί να αποκαλύψει τον κίνδυνο εμφάνισης μελλοντικών παθήσεων, όπως ο διαβήτης τύπου 2, η παχυσαρκία και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Πλέον, ομάδα ερευνητών από το UBC Okanagan διαπίστωσε ότι η μέτρηση της ινσουλίνης στο σάλιο προσφέρει έναν μη επεμβατικό τρόπο αξιολόγησης της ίδιας παραμέτρου — χωρίς τη χρήση βελόνας ή τη διεξαγωγή αιματολογικών εξετάσεων σε εργαστήριο.

Ο καθηγητής Δρ. Jonathan Little, από τη Σχολή Επιστημών Υγείας και Άσκησης του UBC Okanagan, εξηγεί πως μία απλή εξέταση σάλιου μπορεί να προσφέρει ακόμη περισσότερα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την ανίχνευση πρώιμων μεταβολικών αλλαγών που σχετίζονται με την παχυσαρκία και άλλους κινδύνους για την υγεία.

Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Applied Physiology, Nutrition, and Metabolism, περιελάμβανε 94 υγιείς συμμετέχοντες με διαφορετικά σωματικά μεγέθη. Μετά από νηστεία, κάθε άτομο κατανάλωσε ένα τυποποιημένο ρόφημα αντικατάστασης γεύματος και στη συνέχεια παρείχε δείγμα σάλιου και υποβλήθηκε σε δακτυλική μέτρηση γλυκόζης αίματος.

«Τα άτομα με παχυσαρκία είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης στο σάλιο σε σχέση με εκείνα που ήταν απλώς υπέρβαρα ή είχαν φυσιολογικό βάρος — παρόλο που τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους ήταν ίδια», εξηγεί ο Δρ. Little. «Αυτό υποδηλώνει ότι η εξέταση σάλιου θα μπορούσε να αποτελέσει έναν απλό, μη επεμβατικό τρόπο εντοπισμού ατόμων σε κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, προτού εμφανιστούν συμπτώματα».

Ο διαβήτης τύπου 2 επηρεάζει περίπου 400 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και διαγιγνώσκεται όταν καταγράφονται υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, ο Δρ. Little τονίζει ότι οι προδιαβητικές καταστάσεις — όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη και η υπερινσουλιναιμία — ενδέχεται να εμφανίζονται 10 έως 20 χρόνια πριν από τη διάγνωση.

«Αν μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε την υπερινσουλιναιμία προτού αρχίσουν να ανεβαίνουν τα επίπεδα γλυκόζης, τότε μπορούμε να εντοπίσουμε εγκαίρως τα άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο και να εισαγάγουμε παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής ή θεραπείες πριν εκδηλωθεί η νόσος», σημειώνει.

Η πρόληψη σε πρώιμο στάδιο είναι καίριας σημασίας, καθώς η υπερινσουλιναιμία αποτελεί προγνωστικό δείκτη για πολλές χρόνιες παθήσεις, όπως ο διαβήτης τύπου 2, η υπέρταση, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, το εγκεφαλικό επεισόδιο, ο καρκίνος και, πιο πρόσφατα, η παχυσαρκία.

Ο συν-συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Hossein Rafiei, εξηγεί ότι ο αρχικός στόχος της έρευνας ήταν η ανάπτυξη μιας πρακτικής, μη επεμβατικής εξέτασης για την υπερινσουλιναιμία.

Προηγούμενη έρευνα του Δρ. Rafiei στο UBC Okanagan είχε δείξει ότι τα επίπεδα ινσουλίνης στο σάλιο ακολουθούν στενά τα επίπεδα στο πλάσμα του αίματος, κατά τη διάρκεια της ημέρας, τόσο μετά από γεύματα πλούσια σε υδατάνθρακες όσο και μετά από γεύματα με χαμηλότερο γλυκαιμικό φορτίο.

«Αυτό δείχνει ότι η ινσουλίνη στο σάλιο μπορεί να βοηθήσει στη διάκριση μεταξύ υψηλών και χαμηλών αποκρίσεων ινσουλίνης στο αίμα, και ενδεχομένως να προβλέψει τη σοβαρότητα της υπερινσουλιναιμίας ή και της αντίστασης στην ινσουλίνη», επισημαίνει.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι συμμετέχοντες έδωσαν δείγματα σάλιου 30, 60 και 90 λεπτά μετά την κατανάλωση του ροφήματος.

Ο Δρ. Rafiei τονίζει ότι, εντυπωσιακά, κάποιοι συμμετέχοντες με χαμηλό σωματικό βάρος εμφάνισαν έντονη αύξηση στα επίπεδα ινσουλίνης στο σάλιο. Αυτό υποδηλώνει ότι μπορεί να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, ακόμη και χωρίς υπερβολικό βάρος ή υψηλή γλυκόζη στο αίμα.

«Το εύρημα ότι άτομα με φυσιολογικό βάρος έχουν υψηλά επίπεδα ινσουλίνης είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον», σχολιάζει. «Υποδηλώνει ότι η μέτρηση της ινσουλίνης στο σάλιο μπορεί να είναι πιο αξιόπιστη από το βάρος ή την περίμετρο μέσης».

Η ανάπτυξη μίας απλής, μη επεμβατικής και αποτελεσματικής μεθόδου για την ανίχνευση της υπερινσουλιναιμίας, όπως η μέτρηση της ινσουλίνης στο σάλιο, μπορεί να αλλάξει δραστικά την προσέγγιση στην πρόληψη μεταβολικών νοσημάτων. Με δεδομένη τη σιωπηλή έναρξη καταστάσεων, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί το κλειδί για την υιοθέτηση προληπτικών μέτρων και την αποτροπή σοβαρών νοσημάτων.

Διαβάστε επίσης

Σεμαγλουτίδη και τιρζεπατίδη μειώνουν τον κίνδυνο άνοιας και εγκεφαλικού

Το αντιφλεγμονώδες ελληνικό βότανο που καταπολεμά διαβήτη και κατάθλιψη

Εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά έχουν διαβήτη – Τώρα, υπάρχει και μία Barbie που νοσεί