Οι αγωνιστές των υποδοχέων του GLP-1, τα νέα φάρμακα για τη διαχείριση του διαβήτη και την καταπολέμηση της παχυσαρκίας, μπορούν να εγγυηθούν πράγματι εντυπωσιακά αποτελέσματα στην απώλεια βάρους. Δεν μπορούν όμως να «δεσμεύσουν» τους λήπτες τους. Όπως και στην περίπτωση άλλων φαρμάκων, του διαβήτη τύπου 2, της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας ή της υπέρτασης, πολλοί θα εγκαταλείψουν την αγωγή, εξαντλημένοι συνήθως από τις ανεπιθύμητες ενέργειες.

«Παρά την αποτελεσματικότητά τους, λίγοι μπορούν να τα ανεχθούν μακροπρόθεσμα. Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Obesity, αποκαλύπτει ότι από τα άτομα με συνταγογραφημένα φάρμακα για την απώλεια βάρους, μόλις το 44% συνέχισε να τα λαμβάνει μετά από τρεις μήνες και μόνο το 19% μετά από ένα χρόνο» αναφέρουν σε άρθρο τους στο “Conversation” ο Adam Collins, Αναπληρωτής Καθηγητής Διατροφής και ο Martin Whyte, Αναπληρωτής καθηγητής Μεταβολικής Ιατρικής, αμφότεροι στο Πανεπιστήμιο του Surrey.

Γιατί ενώ η απώλεια βάρους είναι ευθέως ανάλογη με τη συμμόρφωση στα φάρμακα, πολλοί εγκαταλείπουν την προσπάθεια; Μέσα από το άρθρο τους, οι δύο καθηγητές επιχειρούν να απαντήσουν στο ερώτημα, εξηγώντας τους μηχανισμούς που οδηγούν στην παραίτηση και τις συνέπειές της.

Μη ανεκτές ανεπιθύμητες ενέργειες

Υπάρχουν πολλοί λόγοι διακοπής μιας φαρμακευτικής αγωγής μεταξύ των οποίων οι παρενέργειες, θέματα που άπτονται των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης (κόστος φαρμάκων, δυνατότητα παρακολούθησης από γιατρό κ.α.), η συχνότητα της αγωγής (καθημερινή, εβδομαδιαία κ.ο.κ.) ή ακόμα και η έλλειψη των σκευασμάτων.

Στην περίπτωση των GLP-1, οι καθηγητές στέκονται σε δύο βασικά ζητήματα: τη συχνότητα, καθώς έχει αποδειχθεί ερευνητικά ότι τα άτομα με διαβήτη που λάμβαναν εβδομαδιαία ένεση με το φάρμακο ήταν πιθανότερο να διατηρήσουν τη συμμόρφωση συγκριτικά με όσους ήταν υπό αγωγή καθημερινής χορήγησης.

Έπειτα, τα εν λόγω φάρμακα έχουν συσχετιστεί με γαστρεντερικά προβλήματα (ναυτία, διάρροια, έμετο, δυσκοιλιότητα, κοιλιακή δυσφορία και πόνο, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, ερυγές -ρέψιμο) αλλά και δερματικά όπως τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, αντιδράσεις υπερευαισθησίας (αλλεργίες) όπως πυρετό και εξάνθημα κυρίως και, τέλος, τριχόπτωση. (Επί του παρόντος, ο αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων -FDA- εξετάζει τις τελευταίες αναφορές για πρόκληση αλωπεκίας).

Από το 15% έως 25% των συμμετεχόντων στις κλινικές δοκιμές που διέκοψαν τη αγωγή, οι μισοί το έκαναν λόγω των συγκεκριμένων παρενεργειών. «Εντούτοις, στο σύνολό τους οι παρενέργειες των GLP-1 είναι συνήθως ήπιες ή μέτριες. Ορισμένοι άνθρωποι εκδηλώνουν ναυτία κατά τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες χρήσης του φαρμάκου, κατάσταση που μπορεί να επιδεινωθεί εάν η δόση αυξηθεί. Μπορεί επίσης να εμφανιστούν διάρροια, δυσκοιλιότητα, κόπωση και ερυγή (ρέψιμο). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η συμμόρφωση στα φάρμακα GLP-1 φαίνεται πολύ μεγαλύτερη από ό,τι σε άλλα φάρμακα απώλειας βάρους» σημειώνουν οι καθηγητές.

Κλινικές δοκιμές έχουν δείξει ότι η μέγιστη απώλεια βάρους με τα φάρμακα GLP-1 δεν επιτυγχάνεται πριν από τον έναν περίπου χρόνο και υπάρχουν άνθρωποι που επιθυμούν άμεσα αποτελέσματα. Ωστόσο, ένα 6% της απώλειας βάρους μπορεί να επιτευχθεί εντός 12 εβδομάδων, γεγονός που θα αποτελούσε κίνητρο για να επιμείνει κανείς στη θεραπεία.

Οι συνέπειες θα φανούν στη ζυγαριά

Βασική συνέπεια της διακοπής των φαρμάκων είναι η ανάκτηση βάρους. Στην κλινική δοκιμή STEP-1 trial για τη σεμαγλουτίδη, οι συμμετέχοντες που διέκοψαν την εβδομαδιαία θεραπεία πήραν πίσω περισσότερα από τα μισά κιλά που είχαν χάσει σε ένα έτος. Σε αντίστοιχη δοκιμή για το φάρμακο τιρζεπατίδη, οι συμμετέχοντες που εγκατέλειψαν την αγωγή πήραν πίσω το 60% περίπου του χαμένου βάρους.

«Το συμπέρασμα από αυτές τις μελέτες και άλλες παρόμοιες, είναι ότι η απώλεια βάρους μπορεί να διατηρηθεί, με την προϋπόθεση ότι δεν θα σταματήσετε τη φαρμακευτική αγωγή. Γνωρίζουμε εδώ και καιρό ότι, ανεξάρτητα από τα μέσα απώλειας βάρους, μόλις σταματήσει η παρέμβαση, είναι σύνηθες οι άνθρωποι να επαναπροσλαμβάνουν βάρος. Διάφορες βιολογικές και ενεργειακές αλλαγές συμβαίνουν ως αποτέλεσμα της απώλειας βάρους που μπορεί να σας κάνουν πιο υγιείς, σας ωθούν όμως εξίσου και στο να κερδίσετε πίσω το χαμένο σας βάρος» σημειώνουν οι καθηγητές.

Σύμφωνα με τους ίδιους, οι μηχανισμοί δράσης αυτών των φαρμάκων -η μίμηση δηλαδή της ανορεξιογόνου ορμόνης GLP-1 που εκκρίνονται στο έντερο- μπορούν να εξηγήσουν και γιατί το βάρος επιστρέφει σε τέτοια μεγάλα ποσοστά:

«Το τεχνητό GLP-1 που χορηγείται με ένεση δεν είναι το ίδιο με το φυσικό GLP-1, την ενδογενή ορμόνη GLP-1 του οργανισμού. Κανονικά, το σώμα σας απελευθερώνει GLP-1 μετά από ένα γεύμα, αλλά δεν διαρκεί πολύ, επειδή διασπάται γρήγορα. Αντιθέτως, η έγχυση τεχνητού GLP-1 σας δίνει μια πολύ υψηλότερη δόση, η οποία επίσης διαρκεί πολύ περισσότερο. Ισοδυναμεί με [δέκα φορές] το κανονικό ενεργό GLP-1. Τέτοια επίπεδα παρατηρούνται φυσιολογικά μόνο αμέσως μετά την κατανάλωση ενός γεύματος-βόμβα, με τα φάρμακα αυτά ωστόσο παραμένουν ενεργά στο αίμα όλη την ώρα».

Όπως εξηγούν, η διατήρηση τόσο υψηλών επιπέδων «τεχνητού» GLP-1 θα μπορούσε να σας αναγκάσει το σώμα σε περιορισμό της φυσικής ορμόνης. Συνεπώς, με τη διακοπή του φαρμάκου τα επίπεδα ενδογενούς ορμόνης GLP-1 «θα αγγίξουν πάτο». Χωρίς την ανορεξιογόνο ορμόνη, η πείνα και η όρεξη μπορούν κάλλιστα να επιστρέψουν ορμητικά. Συνδυαστικά με άλλους παράγοντες που ευνοούν την ανάκτηση κιλών, μπορεί να το σωματικό βάρος να φτάσει σε τιμές μεγαλύτερες όταν ξεκίνησε η αγωγή. Συνεπώς, καταλήγουν, το στοίχημα είναι πώς μπορείς να κρατήσεις το νέο μειωμένο βάρος. (Και αυτός είναι ένας τρόπος.)

Διαβάστε επίσης:

Τα συνήθη λάθη που κάνουμε στη διατροφή μας (και πώς να τα διορθώσουμε)

Αδυνάτισμα: Τρεις τεχνικές που βοηθούν να πείτε «αντίο» στα περιττά κιλά

Απώλεια βάρους: Πόση σημασία έχει το timing των γευμάτων