Τα αυτοάνοσα νοσήματα εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, αχαρτογράφητα νερά για τους επιστήμονες, που βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αναζήτησης των αιτιών που τα προκαλούν και των παραγόντων που τα επιδεινώνουν. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, μια ομάδα ερευνητών από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins υποστηρίζει ότι ίσως βρήκε την απάντηση που εξηγεί το φαινόμενο του επιπολασμού του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου και ειδικότερα στον πληθυσμό των γυναικών. Τα σχετικά ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο JCI Insight.

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι μια αυτοάνοση πάθηση που εμφανίζεται στις γυναίκες σε ποσοστό 9 φορές υψηλότερο απ’ ότι στους άνδρες. Ένας αριθμός μη ρυθμισμένων γενετικών και βιολογικών οδών συμβάλλει στην ανάπτυξη του λύκου και των ποικίλων συμπτωμάτων του, που περιλαμβάνουν πόνους στους μύες και τις αρθρώσεις, δερματικά εξανθήματα, προβλήματα στους νεφρούς και άλλες επιπλοκές σε ολόκληρο το σώμα.

Στόχος της νέας μελέτης ήταν να διερευνήσει τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών με λύκο, καθώς και το ρόλο του χρωμοσώματος Χ. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι υπάρχει μια πρωτεΐνη στο ανοσοποιητικό σύστημα, που ονομάζεται υποδοχέας 7 (TLR7), ο οποίος, στους ασθενείς με λύκο, αντιδρά στο RNA, πυροδοτώντας μια ανοσολογική απόκριση που βλάπτει τον υγιή ιστό. Η ομάδα μελέτης διερεύνησε περαιτέρω αυτήν την ανοσολογική απόκριση του TLR7 στον λύκο, θέλοντας συγκεκριμένα να ανακαλύψει πώς ένα κομμάτι γενετικού υλικού που υπάρχει μόνο στις γυναίκες, γνωστό ως X-inactive specific transcript (XIST), θα μπορούσε να ενεργοποιήσει αυτή την απόκριση. Το XIST είναι ένας τύπος RNA, που παίζει καθοριστικό ρόλο στην αδρανοποίηση ενός από τα δύο χρωμοσώματα Χ που βρίσκονται στα θηλυκά κύτταρα, έτσι ώστε να διασφαλίσει την ισορροπημένη γονιδιακή τους έκφραση.

«Προγενέστερες μελέτες έχουν αναδείξει το XIST ως παράγοντα επιρροής στα αυτοάνοσα νοσήματα, αλλά περισσότερο ως κάτι που θα μπορούσε να αποτρέψει αυτοάνοσες παθήσεις όπως ο λύκος, αντί να οδηγήσει στην ανάπτυξή τους», σχολίασε η συντάκτρια της μελέτης Erika Darrah, Ph.D., επίκουρη καθηγήτρια ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins. «Τα ευρήματά μας δείχνουν το ακριβώς αντίθετο, ότι το XIST αυξάνει την ευαισθησία στον λύκο και τη σοβαρότητά του στις γυναίκες».

Πραγματοποιώντας μια σειρά κυτταρικών δοκιμών, οι μελετητές εξέτασαν αρχικά εάν το XIST μπορούσε να συνδεθεί με το TLR7 και να ξεκινήσει την ανοσολογική απόκριση του υποδοχέα. Παρατήρησαν, τελικά, ότι τα δύο συνδέονταν στενά, με το XIST να πυροδοτεί την παραγωγή ιντερφερόνης, μιας πρωτεΐνης του ανοσοποιητικού που παρατηρούνται σε υψηλά επίπεδα στους ανθρώπους με λύκο, συμβάλλοντας στη βλάβη των ιστών. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι, αντί να προστατεύει από τις αρνητικές επιδράσεις του TLR7 και της ιντερφερόνης στον οργανισμό, το XIST οδήγησε σε μια υπερδραστήρια ανοσολογική απόκριση, προωθώντας την ανάπτυξη του λύκου.

«Ξέρουμε πλέον ότι το XIST έχει έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο από αυτόν που πιστεύαμε έως τώρα», δήλωσε ο συντάκτης της μελέτης Brendan Antiochos, M.D., επίκουρος καθηγητής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins. «Η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος μέσω των XIST και TLR7 εξηγεί γιατί ο λύκος είναι πολύ πιο συχνός στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες».

Θέλοντας να μελετήσουν περαιτέρω τον ρόλο του XIST στον λύκο, οι ερευνητές εξέτασαν τα επίπεδα XIST σε ασθενείς από δύο μελέτες. Η ομάδα εξέτασε δείγματα αίματος από ασθενείς στο Johns Hopkins Lupus Center για επίπεδα XIST και χρησιμοποίησε επίσης δημόσια διαθέσιμα δεδομένα από άλλη μελέτη, που αναδείκνυαν τα επίπεδα XIST και ιντερφερόνης σε λευκά αιμοσφαίρια που ελήφθησαν από τους νεφρούς ατόμων με λύκο. Οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα του XIST στους νεφρούς όχι μόνο συσχετίστηκαν με υψηλότερα επίπεδα ιντερφερόνης, αλλά και με μεγαλύτερη σοβαρότητα της νόσου και επιδείνωση των συμπτωμάτων του λύκου.

Οι δρ. Darrah και δρ. Antiochos λένε ότι αυτά τα ευρήματα ενδεχομένως υποδηλώνουν ότι το XIST εμπλέκεται και σε άλλες αυτοάνοσες παθήσεις που εμφανίζονται συχνότερα στις γυναίκες, επισημαίνοντας την ανάγκη να διεξαχθεί περισσότερη έρευνα, για την εξερεύνηση αυτής της ειδικής διεργασίας που συμβαίνει στην περίπτωση των γυναικών. Οι ερευνητές ισχυρίζονται, τέλος, ότι η κατανόηση του ρόλου του XIST στην ανάπτυξη του λύκου μπορεί να ανοίξει το δρόμο για νέες θεραπείες της πάθησης και να προσφέρει μια επιπλέον εξήγηση στα αίτια που προκαλούν τη νόσο.

Διαβάστε ακόμη:

Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος: Ένας νέος θεραπευτικός στόχος δίνει ελπίδες στους ασθενείς

Τα τραύματα της παιδικής ηλικίας επιδεινώνουν τον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο

Αυτοάνοσα Νοσήματα: Ποιος είναι ο ρόλος της κληρονομικότητας