Ερευνητές του Πανεπιστημίου Griffith εντόπισαν μια πιθανή συσχέτιση μεταξύ της νόσου Αλτσχάιμερ και ενός συγκεκριμένου βακτηρίου. Εάν τα αποτελέσματά τους επαληθευθούν, μπορούν να δώσουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου.

Ειδικότερα, η ομάδα μελέτης από το Πανεπιστήμιο Griffith συμπεραίνει ότι το βακτήριο Chlamydia pneumoniae είναι πιθανό να ταξιδεύει μέσω του οσφρητικού νεύρου στη μύτη και τον εγκέφαλο, ενεργοποιώντας την συγκέντρωση πλακών της πρωτείνης β – αμυλοειδούς, που αποτελεί ενδεικτικό σημάδι της νόσου Αλτσχάιμερ. Τα νέα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο Scientific Reports.

Το οσφρητικό νεύρο που είναι άμεσα εκτεθειμένο στον αέρα στην περιοχή της μύτης, δημιουργεί ένα μονοπάτι που εκτείνεται κατά μήκος της ρινικής κοιλότητας και καταλήγει στον εγκέφαλο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διατίθεται μια εύκολη διαδρομή για τους ιούς και τα βακτήρια που εισέρχονται στον οργανισμό, παρακάμπτουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και δύνανται να φτάσουν έως το κεντρικό νευρικό σύστημα. Η εισβολή του βακτηρίου Chlamydia pneumoniae στον εγκέφαλο μπορεί να προκαλέσει παθολογίες που μοιάζουν με τη νόσο Αλτσχάιμερ, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές.

Η εν λόγω μελέτη διεξήχθη σε ένα μοντέλου ποντικού, ωστόσο οι μελετητές υποστηρίζουν ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και στους ανθρώπους. «Αυτό το βακτήριο υπάρχει και στους ανθρώπους, αλλά δεν έχουμε βρει πώς φτάνει σε αυτούς. Πρέπει να προχωρήσουμε τη μελέτη, δοκιμάζοντάς τη και σε ανθρώπους, για να διαπιστώσουμε εάν ακολουθεί την ίδια διαδρομή και εάν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο», σχολίασε ο καθηγητής James St. John, επικεφαλής του Κέντρου Νευροβιολογίας και Έρευνας Βλαστοκυττάρων Clem Jones και συνεργάτης συγγραφέας της έρευνας.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο καθηγητής St John προτείνει μερικά απλά βήματα για την φροντίδα του ρινικού βλεννογόνου, τα οποία συσχετίζει με την μείωση του κινδύνου όψιμης εμφάνισης νόσου Αλτσχάιμερ. «Το να ‘σκαλίζει’ κάποιος τη μύτη του ή να τραβάει τις τρίχες από τα ρουθούνια δεν είναι καλή ιδέα», είπε, για να συμπληρώσει: «Δεν θέλουμε να βλάψουμε το εσωτερικό της μύτης και οι δυο αυτές συνήθειες μπορούν να το κάνουν αυτό. Εάν καταστραφεί ο ρινικός βλεννογόνος ενδέχεται να αυξηθούν τα βακτήρια που μπορούν να ‘ταξιδέψουν’ προς τον εγκέφαλο».

Τα τεστ όσφρησης μπορεί επίσης να έχουν δυνατότητες ως ανιχνευτές για το Αλτσχάιμερ και την άνοια, λέει ο καθηγητής St John, καθώς η απώλεια της όσφρησης είναι ένας πρώιμος δείκτης της νόσου του Αλτσχάιμερ. Προτείνει ότι τα τεστ όσφρησης από τη στιγμή που ένα άτομο γίνει 60 ετών θα μπορούσαν να είναι ωφέλιμα ως πρώιμος ανιχνευτής.

«Από μια ηλικία και μετά, ο κίνδυνος αυξάνεται αυτόματα. Όμως δεν φταίει απλώς η ηλικία, γι’ αυτό εξετάζουμε κι άλλους παράγοντες. Πιστεύουμε ότι οι ιοί και τα βακτήρια μπορεί να παίζουν ρόλο σε αυτό», συμπλήρωσε ο ίδιος και επεσήμανε ότι τα τεστ όσφρησης θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται από την ηλικία των 60 ετών και μετά, δεδομένου ότι η απώλεια της όσφρησης είναι ένας πρώιμος δείκτης της νόσου, ως εργαλείο πρώιμης ανίχνευσης της νόσου.

Επισημαίνει ακόμη ότι μετά τα 65 η επικινδυνότητα της νόσου αυξάνεται άμεσα, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι μόνο η ηλικία παίζει ρόλο, καθώς βαραίνουν και άλλοι παράγοντες όπως η περιβαλλοντική έκθεση, καθώς και τα βακτήρια και οι ιοί.

 

Διαβάστε ακόμη:

Άνοια: Τα σημάδια που μαρτυρούν τον κίνδυνο 9 χρόνια νωρίτερα

Νόσος Αλτσχάιμερ: Ένας νέος θεραπευτικός στόχος που δίνει ελπίδα στους ασθενείς

Νόσος Αλτσχάιμερ – Καινοτομία: Νέο φάρμακο επιβραδύνει την εξέλιξή της