Από τη στιγμή που ο κορωνοϊός έκανε την εμφάνισή του στη ζωή μας και μετατράπηκε σε μια πανδημία που αφορούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη, ένα μεγάλο μέρος της ιατρικής έρευνας επικεντρώθηκε στην καταπολέμηση του ιού, που έχει κοστίσει μέχρι σήμερα τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους.

Όπως ήταν, ίσως, αναμενόμενο, το μεγαλύτερο κομμάτι της έρευνας στράφηκε στις περιπτώσεις σοβαρής νόσησης, με στόχο να σωθούν οι άνθρωποι που κινδυνεύουν περισσότερο από τον ιό.

Γι’ αυτό και τώρα, μια ομάδα ερευνητών αποφάσισε να στρέψει την προσοχή της στις περιπτώσεις ελαφριάς νόσησης, εξετάζοντας εάν οι διαθέσιμες φαρμακευτικές αγωγές  θα μπορούσαν να αποτρέψουν ενδεχόμενη νοσηλεία, ακόμη και θάνατο. Τα ερευνητικά ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο CMAJ (Canadian Medical Association Journal).

Οι ερευνητές διεξήγαγαν μια συστηματική ανασκόπηση, για να κατανοήσουν την αποτελεσματικότητα των αντιικών φαρμάκων μολνουπιραβίρη και νιρματρελβίρη – ριτοναβίρη στη θεραπεία της σοβαρής νόσησης από COVID-19. «Επειδή τα αντιιικά φάρμακα είναι συνήθως χρησιμότερα σε ήπια περιστατικά, αυτή η ανασκόπηση καλύπτει ένα σημαντικό κενό στα διαθέσιμα στοιχεία», λέει ο δρ. Tyler Pitre, από το Τμήμα Ενδοϊατρικής του Πανεπιστημίου McMaster, στο Οντάριο.

Η επιστημονική ομάδα συνέλεξε τα στοιχεία από 41 δοκιμές, στις οποίες συμμετείχαν 18.568 ασθενείς, ηλικίας 36,5 – 65,5 ετών, με ελαφριά COVID-19. Εξ αυτών, κάποιοι έλαβαν την τυπική, προβλεπόμενη φροντίδα, άλλοι ένα εικόνικο φάρμακο και μια τρίτη ομάδα έλαβε τις δύο αντιικές ουσίες. Συγκριτικά με τις δύο πρώτες ομάδες, οι συμμετέχοντες που λάμβαναν τα αντιικά φάνηκε ότι διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο να εισαχθούν στο νοσοκομείο -46,2 λιγότερες εισαγωγές ανά 1000 άτομα για όσους έλαβαν νιρματρελβίρη – ριτοναβίρη και 16,3 λιγότερες εισαγωγές ανά 1000 άτομα για όσους έλαβαν μολνουπιραβίρη.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η νιρματρελβίρη – ριτοναβίρη μπορεί να είναι ανώτερη από τη μολνουπιραβίρη σε ορισμένα αποτελέσματα. Αυτό μπορεί να αλλάξει τις συστάσεις οργανισμών, όπως ο ΠΟΥ, που προτείνει τη χρήση των δύο ουσιών. Τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης που αποφασίζουν για θέματα προμήθειας φαρμάκων και κόστους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη σχετική αποτελεσματικότητα των δύο ουσιών έναντι της σοβαρής COVID-19», επισημαίνουν οι μελετητές.

Σε ένα σχετικό άρθρο, που δημοσιεύθηκε στην ίδια πηγή, οι συγγραφείς επισημαίνουν κάποια εμπόδια στην εφαρμογή αυτών των ευρημάτων. Ειδικότερα, αρκετές από τις δοκιμές στις οποίες βασίζεται η μελέτη διεξήχθησαν σε μη εμβολιασμένους ασθενείς που είχαν μολυνθεί με την παραλλαγή Delta. Επομένως, τα φάρμακα μπορεί να μην είναι το ίδιο αποτελεσματικά σε εμβολιασμένους ή ανθρώπους που νόσησαν με την μετάλλαξη Omicron.

Για το λόγο αυτό, οι ερευνητές ζητούν να διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα σε διεθνές επίπεδο, ώστε να αυξηθούν τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία.

«Καθώς ο ιός και η δυναμική του πληθυσμού εξελίσσονται, απαιτείται συνεχής έρευνα για την ενημέρωση κλινικών και πολιτικών αποφάσεων», γράφουν οι δρ. Corinne Hohl από το Πανεπιστήμιο Columbia της Βρετανίας και το Ερευνητικό Κέντρο Υγείας του Βανκούβερ και Andrew McRae, από το Πανεπιστήμιο του Calgary, της Αλμπέρτα. «Οι μεγάλες μελέτες παρατήρησης προσφέρουν τις καλύτερες ευκαιρίες για τη δημιουργία έγκαιρων αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των θεραπειών για την COVID-19».

Διαβάστε ακόμη:

Κορωνοϊός – Εμβόλια: Ρινικά σπρέι ο Νο1 σύμμαχος κατά των μεταλλάξεων

Κορωνοϊός: Το Νο1 σύμπτωμα που κυριαρχεί ένα χρόνο μετά τη νοσηλεία

Κορωνοϊός: Διάθεση αντιικών χαπιών από τα φαρμακεία των νοσοκομείων