Η πρόσκληση για αιμοδοσία, μια ζωτικής σημασίας προσφορά που κλονίστηκε από τον νέο κορωνοϊό, παραμένει ανοιχτή για όποιον μπορεί να δωρίσει αίμα. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Εθελοντή Αιμοδότη, στις 14 Ιουνίου, ανατρέχουμε στις ημέρες της πανδημίας και τις αδυναμίες του εγχώριου συστήματος αιμοδοσίας, με το βλέμμα στην επόμενη μέρα, όταν η απόσταση από την πολυπόθητη κανονικότητα θα μηδενίζεται μέσα από την επαναλειτουργία της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, ανοίγματα που θα αυξήσουν απαρέγκλιτα και τις ανάγκες για αίμα.

Στο στόχαστρο του κορωνοϊού
Τον Ιούνιο του 2020, τρεις μήνες αφότου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε ως πανδημία τη νόσο COVID-19, o Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας ανακοίνωνε μείωση της προσέλευσης αιμοδοτών στις Νοσοκομειακές Υπηρεσίες Αίματος σε ποσοστά από 25% έως 60%, με συνέπεια την αδυναμία κάλυψης αναγκών σε αίμα. Ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 επεκτάθηκε γοργά, θέτοντας σε σκληρή δοκιμασία την πρωτοβάθμια περίθαλψη, τη δημόσια υγεία και, φυσικά, την αιμοδοσία.
«Η πανδημία υπογράμμισε διεθνώς τις ατέλειες και τις αδυναμίες των συστημάτων υγείας έτσι όπως ήταν δομημένα όλα αυτά τα χρόνια. Εβαλε σε κρίση και τη δομή του συστήματος αιμοδοσίας», αναφέρει ο Αιματολόγος και Επιστημονικός Διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ) Κωνσταντίνος Σταμούλης.
Εναν χρόνο μετά, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Εθελοντή Αιμοδότη, στις 14 Ιουνίου, και τη σκιά της πανδημίας να πλανάται ακόμα πάνω από την ανθρωπότητα, η πρόσκληση για αιμοδοσία παραμένει ανοιχτή για όποιον μπορεί να προσφέρει αίμα. Ενα δώρο ζωής προς εκείνους που επλήγησαν δυσανάλογα από τη νέα πραγματικότητα που έφερε ο ιός, τους ασθενείς των οποίων οι ζωές εξαρτώνται από τη μετάγγιση αίματος.

Αιμοδοσία στην Ελλάδα
Η επέλαση της πανδημίας ανέδειξε ακανθώδη ζητήματα της εγχώριας αιμοδοσίας, με κυρίαρχο την προβληματική δομή της.

Στην Ελλάδα, η αιμοδοσία διατηρεί τη νοσοκομειοκεντρική δομή της αντίθετα με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και παρά την εναρμόνισή της με κοινές νομοθεσίες και κατευθυντήριες συστάσεις σχετικά με τη σωστή οργάνωση ενός συστήματος αιμοδοσίας. Και οι αδυναμίες αυτής της δομής να ανταποκριθεί στις ευρύτερες ανάγκες για αίμα, όπως τις έχει αποδείξει η διεθνής εμπειρία, επιβεβαιώθηκαν κατά τη δοκιμασία της πανδημίας.

Οταν οι επίσημες οδηγίες απέτρεπαν τον πληθυσμό να μεταβαίνει σε νοσηλευτικά ιδρύματα ως μέτρο προστασίας από τον νέο κορωνοϊό, οι υπηρεσίες αιμοδοσίας κάθε νοσοκομείου, από την προσέλκυση αιμοδοτών έως τη διαδικασία των αιμοληψιών, σύμφωνα με τις ανάγκες των νοσηλευόμενων ασθενών του, βρέθηκαν εκτεθειμένες: η αιμοδοσία στα νοσοκομεία δεν μπορούσε να εξασφαλίσει εθελοντές. Το επίσημο μήνυμα «Μένουμε Σπίτι» βρέθηκε στον αντίποδα του μηνύματος «Βγαίνουμε προς τα έξω» για την προσφορά ζωής όσων πρεσβεύουν τη δωρεά αίματος.

Σύμφωνα με τον κ. Σταμούλη, υπήρξαν στιγμές όπου η μείωση στα αποθέματα μονάδων αίματος έφτασε σε οριακό σημείο, κυρίως κατά το δεύτερο επιδημικό κύμα.
Επειτα, ο ίδιος ο χαρακτήρας της αιμοδοσίας δεν μπορεί να περιοριστεί στην παραπάνω δομή. Η ανταπόκριση των ανθρώπων στην ιδέα της αιμοδοσίας έχει πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διεθνώς και σειρά παραγόντων, από την πίστη στις έννοιες του εθελοντισμού ή της αλληλεγγύης μέχρι το πόσο «ανοιχτή» για δραστηριότητες περί την αιμοδοσία είναι μια κοινωνία, θα επηρεάσουν τον αιμοδοτικό δείκτη μιας περιοχής, δηλαδή πόσο αίμα δίνει.

Για τον λόγο αυτό, τα συστήματα αιμοδοσίας διεθνώς είναι συγκεντροποιημένα, υπάρχουν δηλαδή φορείς όπως το ΕΚΕΑ, που οργανώνουν τις καμπάνιες αιμοδοσίας, στοχευμένες δράσεις προσέγγισης του πληθυσμού ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής αλλά και τις διαδικασίες για τη συλλογή και αναδιανομή του αίματος.

Getty images

Εκκλήσεις για «νέο» αίμα
Με τη σύσταση για αναστολή προγραμματισμένων χειρουργείων χάθηκε το 30% των αιμοδοτών της χώρας που ανήκουν στο συγγενικό περιβάλλον, εκείνων που δίνουν αίμα για δικούς τους ανθρώπους. Πέρα από πληγή για την αιμοδοσία, το γεγονός ανέδειξε μια ακόμη εγχώρια παθογένεια∙ την ελλιπή κουλτούρα αιμοδοσίας.

«Ο Ελληνας είναι ευαίσθητος αλλά δεν έχει εμπιστοσύνη στο σύστημα. Αυτό είναι που τον κρατάει πίσω», επισημαίνει ο κ. Σταμούλης για την περιορισμένη ενσυνείδητη αιμοδοσία από τους πολίτες και την ανάγκη να προσφέρουμε αίμα όχι από «υποχρέωση» αλλά γιατί κάποιοι, όπως οι πολυμεταγγιζόμενοι ασθενείς, το χρειάζονται για να ζήσουν.

Πράγματι, όταν οι αιμοδοσίες μεταφέρθηκαν σε εξωτερικούς χώρους για την υπέρβαση του φόβου του ιού, η ανταπόκριση στις εκκλήσεις για αίμα υπήρξε μεγάλη, ακόμα και σε περιόδους που κλιμάκωναν τον δισταγμό. Η εμπειρία έδειξε ότι η αιμοδοσία σημείωνε πτώση έως και 20%-25% τις ημέρες ή εβδομάδες που ανακοινώνονταν μέτρα προστασίας. Οι γυναίκες 25-35 ετών έδωσαν το πλέον δυναμικό «παρών», κόντρα στην παράδοση που θέλει τους άνδρες να αιμοδοτούν ευκολότερα. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε στις αρχές της πανδημίας και εξακολουθεί έως σήμερα.

Ωστόσο, οι ανάγκες για αίμα δεν μπορούν να καλυφθούν από αιμοδότες πρώτης φοράς. Είναι μειονέκτημα η αιμοδοσία να επαφίεται σε εθελοντές που προσφέρουν μόνο κατόπιν εκκλήσεων και η επάρκεια σε μονάδες αίματος να στηρίζεται στον αριθμό ασθενών που το χρειάζονται. Μια αιμοδοσία απαιτεί συστηματικότητα και σταθερότητα. Και για τη συστηματική αιμοδοσία, επιπλέον αναγκαίο είναι το «νέο» αίμα.

Από τους 250.000-280.000 αιμοδότες ετησίως θα εξασφαλιστούν 530.000-540.000 μονάδες αίματος. Εντούτοις, προέρχονται από την ηλικιακή ομάδα των 40-50 ετών. Σε 15 χρόνια, οι αιμοδότες που σήμερα είναι 50 ετών δεν θα μπορούν να δώσουν αίμα λόγω ηλικίας. «Αν δεν αντικατασταθούν, θα χάσουμε το παιχνίδι», τονίζει ο κ. Σταμούλης.

Η καλλιέργεια αιμοδοτικής συνείδησης από μικρή ηλικία ανάγεται σε μείζον ζήτημα, πολλώ δε μάλλον σε ένα κράτος, όπου ο δείκτης υπογεννητικότητας είναι μεγάλος και ο πληθυσμός «γερνάει». Ωστόσο, παραμένει εκτός επίσημης ατζέντας. Μολονότι πρόσφατα άρχισαν να πραγματοποιούνται κάποιες ενημερωτικές δράσεις περί την αιμοδοσία σε σχολεία, το πρόβλημα, σύμφωνα με τον κ. Σταμούλη, αποτελεί η εγχώρια δομής της, η οποία καλλιεργεί άμυνες στους νέους∙ «η αιμοδοσία πρέπει να κάνει μια αυτοκριτική, μια ενδοσκόπηση».

Πριν από τις διακοπές, δώσε αίμα!
Η επαναφορά του τουρισμού και της εστίασης, η άρση των απαγορεύσεων στις μετακινήσεις, θα φέρουν αύξηση αναγκών σε αίμα. Πέρυσι το μήνυμα του ΕΚΕΑ για το καλοκαίρι ήταν «οι ανάγκες για αίμα δεν κάνουν… διακοπές!». Αυτό το καλοκαίρι υπάρχει ένας εξαιρετικός λόγος για κατ’ εξαίρεση μετακίνηση, καθώς το αίτημα για αιμοδοσία δεν παύει υπό καμία συνθήκη. Αλλωστε, υπάρχουν και άλλοι πολλοί λόγοι που μπορεί να πεθάνει κανείς εκτός από την COVID-19, αναφέρει ο κ. Σταμούλης σχετικά με όσους υπέστησαν τη βάσανο της έλλειψης.

Τις ημέρες της πανδημίας, οι πολυμεταγγιζόμενοι ασθενείς, όπως οι αιμοσφαιρινοπαθείς, βίωσαν εντονότερα το άγχος, καθώς διακύβευμα ήταν η ίδια τους η ζωή∙ η ζωή που χρειάστηκε να επαναπρογραμματίσουν κάθε φορά που το ραντεβού τους για μετάγγιση μετετίθετο λόγω ελλείψεων σε αίμα.

Ιστορικά η αιμοδοσία έχει αναπτυχθεί σε περιόδους πολέμων, υπό συνθήκες όπου η ανάγκη είναι σταθερή ή και αυξανόμενη. Η COVID-19 δεν αύξησε τις ανάγκες, αλλά μείωσε την παροχή σε ένα σύστημα αιμοδοσίας που, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, επηρεάζεται από της ημερήσιες αυξομειώσεις. Για τον λόγο αυτό και φέτος, όπως ετοιμάζεις το ταξίδι των διακοπών σου, βάλε στον προγραμματισμό σου και την αιμοδοσία.

 

Με τη συνεργασία του κ. Κωνσταντίνου Σταμούλη, Αιματολόγου, Επιστημονικού Διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ)

Το θέμα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ygeiamou ν.5, που κυκλοφόρησε με ΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 23/5