Έρευνες από διάφορα επιστημονικά πεδία όπως των οικονομικών, της ψυχολογίας και της βιολογίας, χαρακτηρίζουν την τόλμη «ανδρικό χαρακτηριστικό» και καταλήγουν ότι οι γυναίκες θα πάρουν δυσκολότερα ρίσκο. Το κόστος στην καριέρα και το εισόδημά τους από την επιλογή να είναι πιο προσεκτικές στις κινήσεις τους, είναι ένα άλλο ζήτημα στο οποίο εγκύπτουν οι ερευνητές.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Τι κάνει τους άνδρες προθυμότερους να ξεκινήσουν μια επιχείρηση ή να επενδύσουν στο χρηματιστήριο; Σε αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει μέσα από άρθρο του στο Conversation ο Chris Dawson, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών των Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ, επικαλούμενος πρόσφατη μελέτη του και φροντίζοντας να προλάβει αντιδράσεις απ’ όσους εξεγείρονται διαβάζοντας για διαφορές μεταξύ των φύλων σε συμπεριφορές ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά.

«Τέτοιες μελέτες εξετάζουν τους μέσους όρους και υπάρχει τεράστια επικάλυψη στα στοιχεία για την ανάληψη κινδύνου από άνδρες και γυναίκες. Και, πράγματι, θα υπάρχει μεγάλος αριθμός γυναικών που ενεργούν πιο ριψοκίνδυνα από τον μέσο άνδρα» αναφέρει ο Δρ Dawson, εξηγώντας πως, και για τη δική του μελέτη, βασίστηκε στους μέσους όρους από δεδομένα 20 σχεδόν ετών για πάνω από 13.000 άνδρες και γυναίκες από το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με τον τρόπο που προσέγγιζαν τις ριψοκίνδυνες επιλογές, «πώς, δηλαδή, εκτιμούσαν την πιθανότητα να χάσουν κάτι, αξιολογώντας στη συνέχεια πόσο επώδυνη θα ήταν αυτή η απώλεια».

Τα ευρήματα του καθηγητή έδειξαν πως η απροθυμία των γυναικών να πάρουν ρίσκα οφείλεται στον μεγαλύτερο φόβο τους απέναντι στην πιθανή αποτυχία και τις συναισθηματικές επιπτώσεις που θα έχει η επώδυνη εμπειρία.

«Χρησιμοποίησα δεδομένα που αποτύπωναν το πώς οι συμμετέχοντες έβλεπαν το οικονομικό τους μέλλον, καθώς και τις αντιδράσεις τους στις αλλαγές (αρνητικές και θετικές) στα έσοδα του νοικοκυριού. Έτσι, σε ένα σενάριο όπως μια επένδυση στο χρηματιστήριο, καλούνται να εξετάσουν την πιθανότητα να καταλήξουν σε οικονομική ζημία αν οι αγορές πέσουν και πόσο οδυνηρές θα είναι οι συνέπειες. Οι γυναίκες ήταν λιγότερο πρόθυμες να επενδύσουν» εξηγεί ο καθηγητής.

Αντίστοιχα, στο ερώτημα για το πώς έβλεπαν τον εαυτό τους οικονομικά σε έναν χρόνο από σήμερα και τι ανέμεναν ως προς αποτελέσματα που θα μπορούσαν να ελέγξουν, οι άνδρες δήλωσαν σημαντικά πιο αισιόδοξοι, μια αισιοδοξία που όμως μπορεί και να συνδέεται με την υπέρμετρη αυτοπεποίθησή τους ως προς τις ικανότητές τους στα εργασιακά σε σύγκριση με τις γυναίκες, όπως έχουν επισημάνει προηγούμενες μελέτες.

Σύμφωνα με τον Δρ Dawson, τα παραπάνω εξηγούν πιθανώς και γιατί οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στον επιχειρηματικό κλάδο, στις υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και τις ανώτερες διοικητικές θέσεις· «γιατί, αν και οι διακρίσεις με βάση το φύλο πράγματι έχουν μερίδιο ευθύνης για τη διατήρηση της γυάλινης οροφής, είναι επίσης αλήθεια ότι αν θέλετε “μεγάλα επιτεύγματα” στο πεδίο της οικονομίας, θα πρέπει και να πάρετε ρίσκο».

Αλλάζει ο τρόπος σκέψης;

Η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη, όπως συνάγεται και από τις διεπιστημονικές προσεγγίσεις τους ζητήματος που καταγράφει στο άρθρο του ο καθηγητής. Έτσι, η κοινωνική επιστήμη θα εστιάσει στα κοινωνικά φαινόμενα και νόρμες που θα καθορίσουν τις συμπεριφορές ανδρών και γυναικών, μολονότι η φυσική τάση των ανθρώπων είναι να επιδιώκουν κοινές συμπεριφορές ανεξαρτήτως φύλου. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και μελέτες που δείχνουν ότι το περιβάλλον είναι κομβικής σημασίας για τη στάση απέναντι στο ρίσκο, με ευρήματα να διαπιστώνουν ότι τα κορίτσια σε μητριαρχικές κοινωνίες είναι συχνά πιο ριψοκίνδυνα από αυτά που μεγαλώνουν σε πατριαρχικές κοινωνίες.

Από τη σκοπιά της βιολογίας και εξελικτικής θεωρίας, η στάση απέναντι στην ανάληψη κινδύνου καθορίζεται από έμφυλα χαρακτηριστικά όπως η επιθετικότητα και η παρορμητικότητα, δύο κατεξοχήν ανδρικά γνωρίσματα κομβικής σημασίας για την επικράτηση έναντι άλλων αρσενικών στην εύρεση συντρόφου -και τα οποία αποζητούσαν στον άνδρα οι γυναίκες.

Πώς λοιπόν μπορεί να γίνει σύγκλιση στο χάσμα; Ο καθηγητής καταλήγει πως:

«Τόσο η βιολογία όσο και το περιβάλλον έχουν σημασία. Και αυτό με τη σειρά του υποδηλώνει ότι, αν και πιθανώς είμαστε σε θέση να μειώσουμε κάποιες ψυχολογικές διαφορές μεταξύ δύο φύλων, είναι απίθανο να μπορέσουμε να εξαλείψουμε το χάσμα. Τούτων λεχθέντων, ίσως να μην επιθυμούμε καν οι άνδρες και οι γυναίκες να έχουν την ίδια προσέγγιση ως προς την ανάληψη ρίσκων, αν οι διαφορές που υφίστανται οφείλονται σε βιολογικούς, γενετικούς ή εξελικτικούς παράγοντες. Ωστόσο αυτό οδηγεί αναπόδραστα σε τεράστιες προκλήσεις ως προς την επιδίωξη της ισότητας – και στους σαφείς κινδύνους από την μη επίτευξή της».