Πάνω από μισό εκατομμύριο είναι σήμερα τα ενεργά κρούσματα κορωνοϊού στη χώρα, με κάποιους ειδικούς να παρατηρούν ότι ο ιός μεταφέρεται μέσω των νέων από τα νησιά στις οικογένειές τους. Και αν για τους νεότερους και υγιείς μια (επανα)λοίμωξη δεν αποτελεί μεγάλο κίνδυνο, για τα ευπαθή άτομα ίσως να μην είναι ανώδυνη εμπειρία παρά μια μακρά περιπέτεια για την υγεία τους.

Το ηθικό δίλημμα μεταξύ της επιστροφής στην κοινωνική ζωή και την προστασία όσων διατρέχουν υψηλό κίνδυνο σε περίπτωση νόσησης με COVID-19 προσεγγίζει σε άρθρο του στην ιστοσελίδα The Conversation ο Δρ Simon Kolstoe, Αναπληρωτής Καθηγητής Αναγνώστης Βιοηθικής και Σύμβουλος Πανεπιστημιακής Δεοντολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ, ο οποίος αναζητά τη χρυσή τομή σε μια περίοδο που, παρά τη μείωση των θανάτων και την ικανοποιητική προστασία από τα αντιικά χάπια, η διασπορά βρίσκεται σε ανοδική πορεία, τα εμβόλια δεν είναι αποτελεσματικά έναντι των νέων στελεχών του ιού και ο κίνδυνος επαναλοίμωξης μπορεί να έχει δραματικές μακροχρόνιες συνέπειες.

«Γνωρίζουμε ότι ένας τρόπος να περιορίσουμε το αποτύπωμα της COVID-19 είναι μέσα από μέτρα δημόσιας υγείας. Παρότι όμως κάποια, όπως η χρήση μάσκας, είναι αποτελεσματικά και ήπιου χαρακτήρα, πιο παρεμβατικού τύπου μέτρα θα πρέπει να ισοσταθμιστούν έναντι των συνεπειών τους, ιδίως σε ορισμένες ομάδες πληθυσμού» σημειώνει ο καθηγητής και επικαλείται την περίπτωση των νέων. Οι νέοι ενήλικες επηρεάζονται δυσανάλογα από επιβεβλημένες αλλαγές στη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής όπως τα lockdown, οι κοινωνικές αποστάσεις και η τηλεργασία. Ο Δρ Kolstoe επικαλείται μελέτες που συμπέραναν ότι για τις ηλικίες 19-29 ετών η πανδημία είχε ισχυρότερο αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική τους υγεία και προσθέτει ότι περιοριστικά μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα εντείνουν τη μοναξιά στους ηλικιωμένους.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, ένας τρόπος να διαχειριστούμε αυτό το «δίκοπο μαχαίρι», είναι να παραμείνουμε ενημερωμένοι και σε εγρήγορση σχετικά με την COVID-19 και να υιοθετήσουμε μια συμπεριφορά στραμμένη προς τα εμάς αλλά και προς τους άλλους. Ούτως ειπείν, θα πρέπει να φροντίζουμε για την ατομική μας προστασία με τη χρήση μάσκας σε δημόσιους χώρους με συνωστισμό ή την υγιεινή των χεριών, και για την προστασία του συνόλου αποφεύγοντας τις συναναστροφές με κόσμο αν νιώθουμε αδιαθεσία και φροντίζοντας κυρίως να λαμβάνουμε γνώση και να σεβόμαστε πώς νιώθουν οι άλλοι εν μέσω επιδημίας. Μπορεί για κάποιον η πιθανότητα επαφής με τον ιό να περνά αδιάφορη, για κάποιον άλλον όμως να αποτελεί εφιαλτικό σενάριο.

Κάπως έτσι, εξηγεί ο καθηγητής, μπορούμε να συζητήσουμε με μεγαλύτερα σε ηλικία και ευάλωτα μέλη της οικογένειας αν επιθυμούν την απομόνωσή τους για να νιώθουν πιο προστατευμένοι ή αν προκρίνουν τη δια ζώσης επαφή με συγγενείς και φίλους. Άλλωστε, ένα self test δεν είναι και τόσο ακριβό για κάποιον που επιθυμεί να επισκεφθεί ένα πρόσωπο από τις ομάδες υχηλού κινδύνου, ενώ η αναβολή της συνάντησης είναι πάντα διαθέσιμη επιλογή σε περίπτωση φόβου.

Η πανδημία δεν έχει τελειώσει, καταλήγει ο Δρ Kolstoe και σημειώνει: «Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούργιο ή θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη, ωστόσο η έντονη επιθυμία να ξεπεράσουμε την COVID-19 μάλλον αποκαλύπτει ότι πολλοί ξεχνούν γρήγορα τα μαθήματα και τα προληπτικά μέτρα που πήραμε τα τελευταία δύο χρόνια. Τα εμβόλια και οι λοιπές εξελίξεις στην ιατρική έφεραν αλλαγή στα δεδομένα και, παρότι υποδεικνύουν ότι είναι απίθανο να επιστρέψουμε στα δρακόντεια περιοριστικά μέτρα του 2020, θα πρέπει ακόμη να λαμβάνουμε ορισμένες προφυλάξεις. Η COVID-19 μπορεί να είναι λιγότερο θανατηφόρα σε σχέση με τις αρχές της πανδημίας, εξακολουθεί όμως να αποτελεί μια σοβαρή ασθένεια που απαιτεί να της δίνουμε την πρέπουσα προσοχή».

Διαβάστε επίσης:

Κορωνοϊός – Εμβόλια: Ρινικά σπρέι ο Νο1 σύμμαχος κατά των μεταλλάξεων

Κορωνοϊός: Το Νο1 σύμπτωμα που κυριαρχεί ένα χρόνο μετά τη νοσηλεία

Κορωνοϊός: Διάθεση αντιικών χαπιών από τα φαρμακεία των νοσοκομείων