Σε μια σιωπηλή έξαρση των προβλημάτων ψυχικής υγείας οδήγησε η πανδημία κορωνοϊού που ταλανίζει την ανθρωπότητα τους τελευταίους 21 μήνες. Ελληνική μελέτη έδειξε ότι κατά τη διάρκεια της επιδημίας καταγράφηκαν αυξημένα επίπεδα κλινικής κατάθλιψης, οξείας δυσφορίας και άγχους, ενώ σημειώθηκε αύξηση του αυτοκτονικού ιδεασμού.

H κατάθλιψη είναι η συχνότερα αναφερόμενη ψυχική νόσος καθώς δεν κάνει ηλικιακές διακρίσεις και αφορά στο 3,8% των ανθρώπων παγκοσμίως, δηλαδή σχεδόν 280 εκατομμύρια άτομα υποφέρουν από την συγκεκριμένη ψυχική νόσο επηρεάζοντας άμεσα ή έμμεσα την οικογένεια και τον ευρύτερο κοινωνικό τους περίγυρο.

Στην Ευρώπη σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2019 το 7,2% των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπασχε από χρόνια κατάθλιψη, με την Πορτογαλία να σημειώνει το υψηλότερο ποσοστό (12,2%), ακολουθούμενη από τη Σουηδία (11,7%), τη Γερμανία και την Κροατία (11,6%). Σε Ελλάδα και Κύπρο καταγράφεται ποσοστό κάτω από 5%, ενώ στις τελευταίες θέσεις φιγουράρουν Μάλτα (3,5%), Βουλγαρία (2,7%) και Ρουμανία (1%).

Όπως αναφέρθηκε σε πρόσφατη επιστημονική ενημέρωση για τη νόσο της κατάθλιψης που διοργανώθηκε για δεύτερη χρονιά από την Janssen Ελλάδος, η κατάθλιψη λανθασμένα συγχέεται με τις συνήθεις εναλλαγές της διάθεσης καθώς αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που καθιστά το άτομο δυσλειτουργικό προσωπικά, κοινωνικά και οικονομικά. Στη χείριστη έκφανσή της η νόσος μπορεί να οδηγήσει τον πάσχοντα στην αυτοχειρία. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) κάθε χρόνο περίπου 700.000 άτομα αυτοκτονούν.

Τα «σημάδια» της κατάθλιψης
Η κατάθλιψη όπως προαναφέρθηκε δεν είναι απλά η κακή διάθεση και το αίσθημα θλίψης που όλοι βιώνουμε κατά περιόδους. Η ψυχική νόσος εκδηλώνεται με ένα εμμένον αίσθημα ευερεθιστότητας, απώλειας ευχαρίστησης και ενδιαφέροντος, δυσκολία συγκέντρωσης, χαμηλή αυτοεκτίμηση ή και ενοχικότητα, απελπισία, ακανόνιστο ύπνο, αλλαγές στην όρεξη και το σωματικό βάρος, σωματική κόπωση, έλλειψη ενεργητικότητας, μειωμένη λίμπιντο και φυσικά στην οξεία μορφή της με αυτοκτονικό ιδεασμό, δηλαδή σκέψεις για αυτοχειρία.

Η ένταση και ο αριθμός των συμπτωμάτων καθορίζει τη σοβαρότητα του εκάστοτε καταθλιπτικού επεισοδίου – ήπιο, ενδιάμεσης βαρύτητας, σοβαρό – καθώς και την επίπτωσή του στη λειτουργικότητα του ασθενή. Ενδιάμεσης βαρύτητας ή σοβαρά καταθλιπτικά επεισόδια παρατηρούνται στο 3-4% του γενικού πληθυσμού και εξ αυτών μόνο το 20% θα λάβει θεραπεία ενώ το 2% περίπου θα χρειαστεί νοσηλεία σε νοσοκομείο.

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το 2025 οι παθολογικές καταστάσεις που θα προκαλούν ανικανότητα στον άνθρωπο θα είναι οι ακόλουθες: Ισχαιμικές καρδιοπάθειες, Μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, Τροχαία ατυχήματα, Αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια.

Τι προκαλεί την κατάθλιψη
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τον Καθηγητή Ψυχιατρικής ΕΚΠΑ, Ιωάννη Χατζημανώλη, στην επιστημονική ενημέρωση της Janssen, για την εκδήλωση κατάθλιψης συνηγορούν βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες. Άτομα που έχουν βιώσει σοβαρές καταστάσεις όπως τραυματικά γεγονότα, απώλεια αγαπημένων προσώπων, ανεργία, φτώχεια, σωματική/σεξουαλική κακοποίηση κ.α. έχουν αυξημένες πιθανότητες εκδήλωσης κατάθλιψης, ενώ το οικογενειακό ιστορικό (κληρονομικότητα), ορμονικές διαταραχές, μεταβολές στα νευρομεταβιβαστικά συστήματα του εγκεφάλου και χρόνιες παθήσεις (όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η καρδιακή νόσος κ.α.) μπορούν να αυξήσουν περαιτέρω τον κίνδυνο νόσησης.

Η κατάθλιψη αντιμετωπίζεται
Η σύγχρονη επιστημονική άποψη θεωρεί την κατάθλιψη ως «βιολογική» ασθένεια που συνεπώς χρήζει βιολογικής αντιμετώπισης, που θα βοηθήσει τον ασθενή να επανέλθει στην προνοσηρή κατάσταση και παράλληλα θα οδηγήσει σε ύφεση τα συμπτώματα και πλήρη αποκατάσταση της ψυχοκοινωνικής και επαγγελματικής λειτουργικότητας του πάσχοντα.

Οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της νόσου, με συμβουλευτική και γνωστική συμπεριφορική προσέγγιση στοχεύουν στη γρήγορη αναγνώριση των σωματικών και ψυχικών συμπτωμάτων της κατάθλιψης με στόχο την άμεση ανακούφιση και την παρατεταμένη ύφεσή τους και φυσικά την πρόληψη μελλοντικών καταθλιπτικών επεισοδίων. Οι ασθενείς που έχουν εμφανίσει ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο έχουν 50% πιθανότητα να εμφανίσουν και δεύτερο εντός των επόμενων 2-3 χρόνων, ενώ για κάθε επόμενο επεισόδιο, ο κίνδυνος της υποτροπής υπερβαίνει το 90%.

Όταν η αντιμετώπιση της κατάθλιψης δεν εξελίσσεται ομαλά ή απαιτεί παραπάνω χρόνο για την βελτίωση της κατάσταση του ασθενούς, πολλές φορές προκαλεί απόγνωση ή και απογοήτευση στον ίδιο. Ωστόσο πολλαπλές κλινικές έρευνες έχουν δείξει ότι η θεραπεία της κατάθλιψης δεν οδηγεί μόνο σε ύφεση των συμπτωμάτων αλλά έχει καταλυτική συμβολή στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενή και την κοινωνική του λειτουργικότητα.