Μία από τις πιο συχνές γαστρεντερικές διαταραχές που δυσχεραίνουν την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως, και ιδίως των γυναικών, είναι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS). Η πάθηση εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα ή διάρροια, ενώ η ακριβής αιτία της παραμένει αδιευκρίνιστη. Ωστόσο, οι επιστημονικές ενδείξεις δείχνουν ολοένα και περισσότερο προς το εντερικό μικροβίωμα και τη σεροτονίνη (γνωστή ως νευροδιαβιβαστής ή ορμόνη της ευτυχίας) ως κρίσιμους παράγοντες.

Σε αυτό το πλαίσιο, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ στη Σουηδία επιχείρησαν να αποσαφηνίσουν τη σύνθετη σχέση μεταξύ των βακτηρίων του εντέρου και του εν λόγω συνδρόμου. Όπως περιγράφουν στη μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στο Cell Reports, ορισμένα εντερικά βακτήρια φαίνεται να έχουν την ικανότητα να παράγουν σεροτονίνη -ένα εύρημα που θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για νέες, καινοτόμες θεραπείες.

Η σεροτονίνη είναι ευρύτερα γνωστή ως νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου, όμως περισσότερο από το 90% παράγεται στο έντερο. Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι τα εντερικά βακτήρια επηρεάζουν την ποσότητα της σεροτονίνης που παράγει ο οργανισμός, αλλά μέχρι πρόσφατα δεν ήταν σαφές αν τα ίδια μπορούν (και) να τη συνθέσουν.

Βελτίωση της εντερικής λειτουργίας

Οι Σουηδοί επιστήμονες εντόπισαν δύο είδη βακτηρίων που συνεργάζονται για να παράγουν σεροτονίνη: το Limosilactobacillus mucosae και το Ligilactobacillus ruminis. Όταν τα βακτήρια αυτά εισήχθησαν σε ποντίκια με έλλειψη σεροτονίνης, τα επίπεδα της ουσίας στο έντερο αυξήθηκαν, ενώ η πυκνότητα των νευρικών κυττάρων στο παχύ έντερο ενισχύθηκε. Παράλληλα, ομαλοποιήθηκε ο χρόνος διέλευσης του εντέρου, γεγονός που υποδεικνύει βελτίωση της κινητικότητας.

«Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς τα εντερικά βακτήρια μπορούν να παράγουν βιοδραστικά μόρια σηματοδότησης που επηρεάζουν την υγεία», σημείωσε ο Fredrik Bäckhed, καθηγητής στην Ακαδημία Sahlgrenska του Πανεπιστημίου Γκέτεμποργκ και εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης.

Νέες (θεραπευτικές) προοπτικές 

Η ερευνητική ομάδα παρατήρησε, επίσης, ότι τα άτομα που πάσχουν από σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είχαν χαμηλότερα επίπεδα του βακτηρίου L. mucosae, σε σύγκριση με υγιή άτομα. Το συγκεκριμένο βακτήριο, μάλιστα, διαθέτει το ένζυμο που απαιτείται για την παραγωγή σεροτονίνης, στοιχείο που ενισχύει περαιτέρω τη σημασία του.

«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι ορισμένα εντερικά βακτήρια μπορούν να παράγουν βιοδραστική σεροτονίνη. Συνεπώς, ενδέχεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υγεία του εντέρου, ανοίγοντας νέους δρόμους για τη θεραπεία γαστρεντερικών διαταραχών», υπογράμμισε ο Magnus Simrén, καθηγητής ιατρικής γαστρεντερολογίας στην ίδια Ακαδημία.

Όπως καταλήγει ο Bäckhed, «τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι τα εντερικά βακτήρια μπορούν να σχηματίζουν ουσίες σηματοδότησης, όπως η σεροτονίνη, γεγονός που ίσως αποτελεί το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς το έντερο και οι “κάτοικοί” του μπορούν να επηρεάζουν τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά μας».

Διαβάστε επίσης

Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου: Πέντε θαυματουργά βότανα που ανακουφίζουν το φούσκωμα

Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου: Η «μαγική» τροφή που ανακουφίζει τα συμπτώματα

Το γλυκό προφίλ που αυξάνει τον κίνδυνο συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου