Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική πυκνότητα και εξασθενημένο οστικό ιστό. Αποτελεί μια συχνή και σοβαρή επιπλοκή πολλών ρευματικών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου (ΣΕΛ).
Η οστεοπόρωση και τα σχετικά κατάγματα ευθραυστότητας είναι μία από τις πιο συχνές επιπλοκές που εμφανίζονται σε ασθενείς με ρευματικές παθήσεις και συμβάλλουν σε δραματική μείωση της ποιότητας ζωής.
Τα οστά επηρεάζονται αρνητικά από την εξέλιξη της νόσου και συχνά από την ίδια τη θεραπεία σε διάφορες ρευματικές παθήσεις, κυρίως στη ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ), αλλά και στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (ΣΕΛ), στην αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (ΑΣ) και στις σπονδυλοαρθρίτιδες, σε διάφορες παθήσεις του συνδετικού ιστού και στη ρευματική πολυμυαλγία αλλά και στις περισσότερες ρευματικές παθήσεις.
Δυστυχώς, η κλινική σημασία της οστεοπόρωσης στις ρευματικές παθήσεις υποτιμάται. Πρόσφατα δεδομένα έδειξαν ότι οι ασθενείς που έπασχαν από ΡΑ και λάμβαναν από του στόματος κορτικοστεροειδή, δεν υποβάλλονταν σε συστηματική μέτρηση οστικής πυκνότητας (μόνο το 23% των 236 ασθενών) και ότι μόνο στο 42% συνταγογραφήθηκε φάρμακο για τη μείωση της οστικής απώλειας (μη συμπεριλαμβανομένου του ασβεστίου και της βιταμίνης D) .
Αυτό αντανακλά την ανεπαρκή εκτίμηση αυτής της κλινικής πρόκλησης από τους περισσότερους γιατρούς και μια γενική έλλειψη συναίνεσης σχετικά με τον κατάλληλο έλεγχο και θεραπεία της οστεοπόρωσης στις ρευματικές παθήσεις.
Συνεπώς, η αναγκαιότητα ελέγχου της οστικής πυκνότητας σε διάφορες ρευματικές παθήσεις -εστιάζει στο βάρος της οστεοπόρωσης και των καταγμάτων ευθραυστότητας και τονίζει τη σημασία αυτής της επιπλοκής για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα.
Η σχέση οστεοπόρωσης και ρευματικών παθήσεων οφείλεται στη χρόνια φλεγμονή, η οποία διαταράσσει την ισορροπία μεταξύ σχηματισμού και απορρόφησης οστού, σε συνδυασμό με θεραπείες, όπως τα κορτικοστεροειδή που αυξάνουν περαιτέρω την οστική απώλεια, και τη μειωμένη σωματική δραστηριότητα λόγω πόνου και βλάβης των αρθρώσεων.
Πώς οι ρευματικές παθήσεις συμβάλλουν στην οστεοπόρωση
Χρόνια Φλεγμονή
Πολλές ρευματικές παθήσεις περιλαμβάνουν χρόνια φλεγμονή που διαταράσσει την αναδιαμόρφωση των οστών. Οι φλεγμονώδεις κυτοκίνες ,οι οποίες υπερπαράγονται στις Φλεγμονώδεις Ρευματικές Παθήσεις, μπορούν να διεγείρουν τους οστεοκλάστες (κύτταρα που απορροφούν τα οστά) και να καταστείλουν τους οστεοβλάστες (κύτταρα που σχηματίζουν τα οστά), οδηγώντας σε μια ανισορροπία που ευνοεί την απώλεια οστού.
Φάρμακα
Τα κορτικοστεροειδή, που χρησιμοποιούνται συχνά για την αντιμετώπιση της φλεγμονής σε ρευματικές παθήσεις, αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση.
Ακινησία
Ο πόνος, η βλάβη στις αρθρώσεις και η μυϊκή αδυναμία μπορούν να οδηγήσουν σε μειωμένη σωματική δραστηριότητα, η οποία επηρεάζει αρνητικά την οστική πυκνότητα.
Παράγοντες που σχετίζονται με τη νόσο
Άλλοι παράγοντες σε ορισμένες ρευματικές παθήσεις, όπως η παρουσία αυτοαντισωμάτων στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, μπορούν επίσης να συμβάλουν στην απώλεια οστού.
Συχνά επηρεαζόμενες ρευματικές παθήσεις
Ρευματοειδής Αρθρίτιδα (ΡΑ)
Η φλεγμονή στη ΡΑ είναι ένας βασικός παράγοντας απώλειας οστικής μάζας, με σημαντικά υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης οστεοπόρωσης σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.
Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος (ΣΕΛ)
Ο ΣΕΛ σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης και καταγμάτων.
Σπονδυλοαρθροπάθειες
Αυτή η ομάδα ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της ψωριασικής αρθρίτιδας και της αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας, ενέχει επίσης κίνδυνο οστεοπόρωσης, αν και τα δεδομένα μπορεί να είναι πιο μεταβλητά.
Στρατηγικές αντιμετώπισης και πρόληψης
Έλεγχος της Υποκείμενης Νόσου
Η πιο αποτελεσματική προσέγγιση είναι ο έλεγχος της δραστηριότητας της ρευματικής νόσου και η μείωση της χρόνιας φλεγμονής.
Ελαχιστοποίηση της χρήσης κορτικοστεροειδών
Ο περιορισμός της δόσης και της διάρκειας της θεραπείας με κορτικοστεροειδή μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της υγείας των οστών.
Συμπλήρωμα ασβεστίου και Βιταμίνης D
Η διασφάλιση επαρκούς πρόσληψης αυτών των θρεπτικών συστατικών είναι απαραίτητη για την υγεία των οστών.
Τακτικός Έλεγχος
Οι ασθενείς με ρευματικές παθήσεις θα πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικό έλεγχο οστεοπόρωσης για την έγκαιρη ανίχνευση της οστικής απώλειας.
Στοχευμένες θεραπείες
Οι νεότερες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων των βιολογικών τροποποιητικών της νόσου αντιρευματικών φαρμάκων (DMARDs) και των στοχευμένων συνθετικών DMARDs, μπορούν να βελτιώσουν τόσο τη φλεγμονή όσο και την υγεία των οστών. Τα αντιοστεοπορωτικά φάρμακα όπως τα διφωσφονικά και η δενοσουμάμπη μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της εγκατεστημένης οστεοπόρωσης.
Συμπερασματικά
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της υποκείμενης ρευματικής νόσου, ο έλεγχος της φλεγμονής, η προσεκτική χρήση κορτικοστεροειδών, η διασφάλιση επαρκούς πρόσληψης ασβεστίου και βιταμίνης D και η εφαρμογή κατάλληλου ελέγχου για την οστεοπόρωση είναι κρίσιμες για τη μείωση του κινδύνου κατάγματος.
Διαβάστε επίσης
Οστεοπόρωση: Πέντε πράγματα που μπορούμε να κάνουμε κάθε πρωί για γερά οστά
Οστεοπόρωση: Πώς θα «χτίσουμε» γερά οστά – 5 τρόποι
Οστεοπόρωση: Αλήθεια και μύθοι για την πάθηση που προτιμά τους άνω των 50