Η περιγραφή εικονικών περιστατικών που ακολουθεί δεν αντιστοιχεί σε φυσικά πρόσωπα αλλά προσεγγίζει ρεαλιστικά τη βαρύτητα των καταστάσεων που έχουν ήδη βιώσει πολυάριθμες ελληνικές οικογένειες. Προηγουμένως λειτουργικοί ηλικιωμένοι (ή ακόμα και νεότεροι) άνθρωποι «χάνονται» ξαφνικά στη «δίνη» και «απομόνωση» της COVID-19, χωρίς καν να προλάβουν να «αποχαιρετίσουν» τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Η κυρίαρχη λύση στην παρούσα φάση συνίσταται στην επιτάχυνση των εμβολιασμών για την αποτελεσματική μείωση της διασποράς του ιού και της πιθανότητας εμφάνισης ανθεκτικών στα εμβόλια μεταλλάξεων.

Η ενδο-οικογενειακή μετάδοση σε συνδυασμό με την καθυστέρηση των προγραμμάτων εμβολιασμού έχει αποτελέσει κυρίαρχο μηχανισμό εξάπλωσης της COVID-19 στις ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες σε πολλές Ευρωπαїκές χώρες. Σε Έλληνες άνω των 65 ετών, η θνητότητα σε επιβεβαιωμένα κρούσματα κορωνοϊού προσεγγίζει το 16%. Η πιθανότητα θανάτου μετά από εισαγωγή σε ΜΕΘ COVID-19 είναι 35-50% παρά τις πρόσφατες προόδους στη θεραπευτική αντιμετώπιση (δεξαμεθαζόνη, ρεμδεσιβίρη, κολχικίνη, αναστολείς καταρράκτη κυτταροκινών). Ο συνδυασμός των σοβαρών επιπλοκών της COVID-19 (υποξυγοναιμία-σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσπραγίας, τραυματισμός πνευμόνων από υψηλές πιέσεις αερισμού-πνευμοθώρακας, θρομβώσεις-εμβολικά επεισόδια, μυοκαρδίτιδα, υπόταση-shock και πολυ-οργανική ανεπάρκεια) και επιπλοκών από παρατεταμένη νοσηλεία σε ΜΕΘ (λοιμώξεις από πολυ-ανθεκτικά μικρόβια, ανεπιθύμητες ενέργειες ενδεδειγμένων θεραπευτικών παρεμβάσεων, μυїκή αδυναμία/ατροφία) οδηγεί συχνά σε θάνατο ή επιβίωση με μόνιμες αναπηρίες και υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής.

Ακολουθεί το υποθετικό παράδειγμα του ασθενούς: 

Στις 2/2/21, άνδρας ηλικίας 75 ετών με υπέρταση υπό αγωγή εκδήλωσε καταρροή, και δεκατική πυρετική κίνηση μέχρι 37.6 ᵒC. Συνυπήρχαν αδυναμία γεύσης και όσφρησης. Στις 5/2/21 υποβλήθηκε σε μοριακό τεστ για κορωνοϊό (SARS-COV-2) που απέβη θετικό. Μεταξύ 2/2 και 9/2, ο ασθενής εκδήλωσε προοδευτικά επιδεινούμενο ξηρό βήχα, έντονο αίσθημα κόπωσης, πόνο στους μυς και τις αρθρώσεις, ενώ η θερμοκρασία μασχάλης κυμαινόταν μεταξύ 37.0 και 38.9 ᵒC. Ο περιφερικός κορεσμός της αιμοσφαιρίνης (μετρούμενος με οξύμετρο δακτύλου) κυμαινόταν μεταξύ 89% και 93% χωρίς πρόσθετο οξυγόνο. Από τις 10/2 στα συμπτώματα προστίθενται διάρροια και δύσπνοια, ενώ ο κορεσμός ήταν μεταξύ 83% και 88%.

Ο ασθενής εισήχθη σε κλινική COVID-19 νοσοκομείου αναφοράς και τέθηκε σε θεραπεία με μάσκα οξυγόνου (Venturi 50%), δεξαμεθαζόνη και το αντιιικό ρεμδεσιβίρη. Στις 11/2 έγινε συγχυτικο-διεγερτικός, ενώ χρειαζόταν πλέον οξυγονοθεραπεία υψηλής ροής με 90% οξυγόνο για να διατηρεί κορεσμό 85-87%.
Η αναπνευστική δυσχέρεια ήταν κλινικά προφανής (40-45 αναπνοές κατά λεπτό, χρήση «επικουρικών» μυών) και οι θεράποντες ιατροί αποφάσισαν ενδοτραχειακή διασωλήνωση και μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Κατά τη χορήγηση καταστολής και διασωλήνωση ο ασθενής εμφάνισε οξεία υπόταση και καρδιακή ανακοπή από την οποία ανατάχθηκε εντός 4 λεπτών με καρδιο-αναπνευστική αναζωογόννηση και αδρεναλίνη. Στη συνέχεια η αρτηριακή πίεση σταθεροποιήθηκε με νοραδρεναλινη (αγγειοσυσπαστικό φάρμακο), ενώ ο κορεσμός ξεπέρασε το 90% με μηxανική υποστήρiξη της αναπνοής.

Μετά από 7 ώρες, ο ασθενής μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) COVID-19 με βαρύ shock και δυσχερή αερισμό. Μετά από 6 ώρες, εκδήλωσε οξεία υπόταση με συνοδό αδυναμία αερισμού και πτώση κορεσμού στο 68%. Τέθηκε άμεσα σωλήνας παροχέτευσης δεξιού ημιθωρακίου λόγω υποψίας πνευμοθώρακα που επιβεβαιώθηκε ακτινολογικά. Ο ασθενής σταθεροποιήθηκε προσωριν’ά, ενώ μετά από 12 ώρες εμφάνισε εκ νέου οξεία υπόταση με πιθανολογούμενη αιτία τη μαζική πνευμονική εμβολή. Η διαγνωσμένη θρομβογόνος εστία εντοπιζόταν στο εν τω βάθει φλεβικό σύστημα του δεξιού κάτω άκρου.

Το υπερηχογράφημα καρδιάς ανέδειξε οξεία ανεπάρκεια της δεξιάς κοιλίας. Χορηγήθηκε θρομβόλυση που ακολουθήθηκε από αντιπηκτική θεραπεία. Ο ασθενής βελτιώθηκε αιμοδυναμικά αλλά είχε καταστεί ανουρικός (στα πλαίσια οξείας νεφρικής ανεπάρκειας) και στις 13/2 τέθηκε σε συνεχή αιμο-διαθιήθηση (για υποκατάσταση της νεφρικής λειτουργίας). Μεταξύ 13/2 και 20/2 η κλινική πορεία του ασθενούς επιπλέχθηκε από δεύτερο πνευμοθώρακα που αντιμετωπίστηκε με σωλήνα παροχέτευσης αριστερού ημιθωρακίου και αιμορραγία ανωτέρου πεπτικού συστήματος που αντιμετωπίστηκε με μερική γαστρεκτομή και προσωρινή διακοπή της αντιπηκτικής αγωγής. Στις 20/2 ο ασθενής υποβλήθηκε σε διαδερμική τραχειοστομία.

Στις 21/2 ο επιδεινώθηκε αναπνευστικά λόγω αμφοτερόπλευρης πνευμονίας από πανανθεκτικό (στα αντιβιοτικά) ενδονοσοκομειακό μικρόβιο (Acinetobacter baumanii) για το οποίο και έλαβε συνδυασμένη θεραπεία για 14 ημέρες. Στις 6/3 ο ασθενής ήταν σταθεροποιημένος αναπνευστικά και αιμοδυναμικά, ανουρικός και με αδυναμία αφύπνισης παρά την από επταημέρου διακοπή της καταστολής. Η αξονική τομογραφία εγκεφάλου κατέδειξε εκτεταμένο ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο με κατανομή στην περιοχή άρδευσης της αριστερής μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας. Στις 7/3, μετά από αρνητικό μοριακό τεστ για κορωνοϊό, ο ασθενής μεταφέρθηκε σε μόνωση της γενικής («non-COVID») ΜΕΘ του νοσοκομείου όπου νοσηλεύθηκε για 28 ημέρες χωρίς αξιόλογες επιπλοκές, ενώ ανέκτησε επίπεδο συνείδησης και δυνατότητα επικοινωνίας. Στις 4/4 μεταφέρθηκε σε κέντρο αποκατάστασης με διαγνώσεις εξόδου «προηγούμενη λοίμωξη COVID-19, ημιπληγία δεξιά και αφασία εκπομπής, κατάθλιψη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια υπό αιμοκάθαρση και μερική γαστρεκτομή».

Η σύζυγος του ασθενούς, 67 ετών με ελεύθερο ατομικό αναμνηστικό, νοσηλεύθηκε διασωληνωμένη σε ΜΕΘ COVID-19 μεταξύ 16/2 και 22/3 για οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια και μυοκαρδιακή ισχαιμία (έμφραγμα) σχετιζόμενη με COVID-19. Η πορεία της επιπλέχθηκε από πνευμοθώρακα αριστερού ημιθωρακίου, καρδιακή ανεπάρκεια και βραδυ-αρρυθμίες που οδήγησαν σε τοποθέτηση προσωρινού βηματοδότη για την αποφυγή καρδιακής ανακοπής. Μεταξύ 5/3 και 19/3 έλαβε συνδυασμένη θεραπεία για βαριά αμφοτερόπλευρη πνευμονία από πανανθεκτικό ενδονοσοκομειακό μικρόβιο (Klebsiella pneumoniae). Στις 22/3, μετά από αρνητικό μοριακό τεστ για κορωνοϊό μεταφέρθηκε σε μόνωση της γενικής («non-COVID») ΜΕΘ, όπου όπου μετά από 5 ημέρες υπέστη καρδιακή ανακοπή στα πλαίσια υπό τάση πνευμοθώρακα δεξιού ημιθωρακίου. Η ασθενής ανατάχθηκε μετά από 43 λεπτά καρδιο-αναπνευστικής αναζωογόννησης αλλά απεβίωσε μετά από 3 ημέρες εν μέσω πολυοργανικής ανεπάρκειας συσχετιζόμενης με την προηγηθείσα καρδιακή ανακοπή.

Η κόρη του άτυχου ζεύγους, 34 ετών εργαζόμενη και μητέρα 3 νηπίων 4-6 ετών, ενημερωνόταν καθημερινά τηλεφωνικά για την κλινική πορεία των γονέων της. Είχε εκφράσει έντονες ενοχές επειδή περί τα τέλη του Ιανουαρίου είχε συνεχίσει να δέχεται τη βοήθεια των γονέων της για τη φροντίδα των παιδιών της, παρά το γεγονός ότι ο μικρότερός της γιός είχε εκδηλώσει εμπύρετο μέχρι 39 ᵒC. Λίγες ημέρες μετά ο παιδικός σταθμός που πήγαινε ο γιός της έκλεισε λόγω ομαδικών κρουσμάτων COVID-19. Ο κορωνοιός μεταδόθηκε σε όλα τα μέλη της οικογένειας, χωρίς ευτυχώς να προκαλέσει βαριά νόσο στις νεαρότερες ηλικίες.