Ο καρκίνος μαστού σχετιζόμενος με την κύηση ορίζεται συνήθως ως ο καρκίνος του μαστού που διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τον πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό ή οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.

Αν και ο καρκίνος του μαστού είναι ένας από τους πιο συνηθισμένους καρκίνους που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη, είναι αρκετά σπάνιος. Η συχνότητα εμφάνισης του είναι περίπου 15 έως 35 ανά 100.000 κυήσεις, με λιγότερες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού να διαγιγνώσκονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σε σχέση με το πρώτο έτος μετά τον τοκετό. Στατιστικά φαίνεται να αυξάνεται, καθώς περισσότερες γυναίκες καθυστερούν την τεκνοποίηση.

Πώς το βρισκω και τι εξετάσεις κάνω;

Οι καρκίνοι του μαστού που σχετίζονται με την κύηση είναι κατά κύριο λόγο ανεπαρκώς διαφοροποιημένοι, και συνεπώς πιο επιθετικοί και διαγιγνώσκονται σε προχωρημένο στάδιο, ιδιαίτερα εκείνοι που ανακαλύπτονται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.

Η διάγνωση του καρκίνου του μαστού είναι πιο δύσκολη στη φάση της κύησης, λοχείας και θηλασμού, λόγω των φυσιολογικών αλλαγών στο μαστό που συνοδεύουν την εγκυμοσύνη και τη γαλουχία.

Είναι σημαντικό όλες οι ασθενείς με καρκίνο του μαστού κατά την κύηση να αξιολογούνται με απεικονιστικές εξετάσεις για απομακρυσμένη μεταστατική νόσο σύμφωνα με τις οδηγίες για μη έγκυες ασθενείς με καρκίνο του μαστού, διαδικασία που ονομάζεται σταδιοποίηση.

Υπάρχει η δυνατότητα να τροποποιηθούν οι κλασσικές ακτινολογικές εξετάσεις προκειμένου να προστατευθεί το έμβρυο από την ακτινοβολία. Μπορεί με ασφάλεια να πραγματοποιηθεί ακτινογραφία θώρακος με θωράκιση για το έμβρυο, υπερηχογράφημα ή μαγνητική τομογραφία (MRI) ήπατος και μαγνητική τομογραφία σπονδυλικής στήλης χωρίς σκιαγραφικό για την αξιολόγηση οστικών μεταστάσεων.

Σε έγκυες γυναίκες που παρουσιάζονται με κάποιο όγκο μαστού θα πρέπει εύκολα να τίθεται η υποψία κακοήθειας και το υπερηχογράφημα μαστού και η μαστογραφία θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση τους.

Παρόλα αυτά ένα κλινικά ύποπτο ογκίδιο μαστού απαιτεί βιοψία για να τεθεί η οριστική διάγνωση, ανεξάρτητα από το εάν μια γυναίκα είναι έγκυος ή όχι ακόμα και αν τα μαστογραφικά ή υπερηχογραφικά ευρήματα είναι αρνητικά.

Η γυναίκα που διαγιγνώσκεται με καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης απαιτεί προσεκτική και συνεχή παρακολούθηση από τον μαιευτήρα της και τον ογκολόγο της.

Πώς αντιμετωπίζεται;

Γενικά, οι έγκυες γυναίκες με καρκίνο του μαστού αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τις οδηγίες για μη έγκυες ασθενείς, με ορισμένες τροποποιήσεις, με σκοπό την προστασία του εμβρύου. Επομένως, η θεραπεία του καρκίνου του μαστού κύησης δεν πρέπει να καθυστερεί λόγω εγκυμοσύνης.

Αν και το ενδεχόμενο διακοπής κύησης κατά τον προγραμματισμό της θεραπείας αποτελεί μια επιλογή, δεν έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει το θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Η χειρουργική αντιμετώπιση μπορεί να περιλαμβάνει, είτε χειρουργείο διατήρησης του μαστού (ογκεκτομή) είτε μαστεκτομή. Και τα δυο είναι λογικοί και αποδεκτοί τρόποι αντιμετώπισης στην έγκυο γυναίκα με καρκίνο του μαστού. Η επιλογή μεταξύ τους καθορίζεται από τα χαρακτηριστικά του όγκου και τις προτιμήσεις των ασθενών.

Επιπλέον, θα πρέπει να γίνεται ιστολογική αξιολόγηση των μασχαλιαίων λεμφαδένων γιατί αποτελεί σημαντικό συστατικό της θεραπείας του καρκίνου του μαστού. Η χειρουργική εκτομή και εξέταση για διήθηση των λεμφαδένων από τον όγκο παρέχει προγνωστικές πληροφορίες και χρησιμοποιείται για την επιλογή χημειοθεραπείας. Αν και κατά την κύηση προτιμάται η λεμφαδενεκτομή, υπάρχουν αυξανόμενα επιστημονικά δεδομένα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της τεχνικής της βιοψίας λεμφαδένα φρουρού.

Η θεραπεία έχει επίπτωση στο έμβρυο;

Για τις γυναίκες που θα χρειαστούν επικουρική ακτινοθεραπεία, αυτή πραγματοποιείται μετά τον τοκετό, και όχι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης λόγω του κινδύνου για το έμβρυο.

Για τις γυναίκες στις οποίες συνιστάται χημειοθεραπεία, ξεκινάμε τη θεραπεία μετά το πρώτο τρίμηνο. Τα επιστημονικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι αρκετά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του καρκίνου μαστού είναι ασφαλή, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όταν η χημειοθεραπεία ξεκινά μετά το πρώτο τρίμηνο και φαίνεται ότι η πλειονότητα των κυήσεων καταλήγει στη γέννηση υγιών νεογνών. Η χημειοθεραπεία θα πρέπει να αποφεύγεται για τρεις έως τέσσερις εβδομάδες πριν από τον τοκετό, γιατί έτσι αποφεύγεται η παροδική νεογνική μυελοκαταστολή και πιθανές επιπλοκές σοβαρής λοίμωξης και νεογνικού θανάτου.

Ο θηλασμός από την άλλη, θα πρέπει να αποφεύγεται σε γυναίκες ενώ λαμβάνουν χημειοθεραπεία και ενδοκρινική θεραπεία. Ωστόσο, ο θηλασμός μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας για τον καρκίνο του μαστού φαίνεται να είναι ασφαλής και εφικτός, ειδικά από τον ετερόπλευρο μαστό.

Φαίνεται κλείνοντας, ότι το θεραπευτικό αποτέλεσμα για τις γυναίκες με καρκίνο μαστού που διαγνώστηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ισοδύναμο με αυτό για τις μη έγκυες γυναίκες, υπό την προϋπόθεση ότι έλαβαν τη θεραπεία τους εγκαίρως.
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η επόμενη εγκυμοσύνη μετά τη θεραπεία για καρκίνου μαστού επιδεινώνει την πρόγνωση και αυξάνει την πιθανότητα υποτροπής της νόσου.

Όσον αφορά στα παιδιά που γεννήθηκαν από γυναίκες που διαγνώστηκαν με καρκίνο μαστού κατά τη διάρκεια της κύησης τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι αναπτυξιακά δεν παρουσιάζουν διαφορές με παιδιά της ίδιας ηλικίας, ανεξάρτητα από την ενδομήτρια έκθεση τους σε ακτινοβολία ή χημειοθεραπεία.