Η αδυναμία ελέγχου της υψηλής αρτηριακής πίεσης, γνωστής ως υπέρταση, μπορεί να προκαλέσει καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια, εγκεφαλικό επεισόδιο και στεφανιαία νόσο. Μια άγνωστη στο ευρύ κοινό, αλλά πολύ συχνή αιτία, είναι ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός, που αφορά στο 5-14% όλων των περιπτώσεων και το 20-25% της ανθεκτικής στη θεραπεία υπέρτασης.

Οι ασθενείς έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα με την καρδιά τους, συγκριτικά με τα άτομα με ιδιοπαθή υπέρταση, που είναι υπεύθυνη για τη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων και για την εμφάνισή της δεν υπάρχει προφανής αιτία.

Δυστυχώς, ο εντοπισμός του πρωτοπαθή αλδοστερονισμού, ή αλλιώς σύνδρομο Conn, είναι δύσκολος, καθώς το ποσοστό των ασθενών που διερευνώνται πλήρως είναι χαμηλό, αφού αφενός σπανίως υπάρχει η υποψία της ύπαρξής του ώστε να γίνουν οι απαιτούμενες εξετάσεις και αφετέρου η ίδια η διάγνωση είναι χρονοβόρα και προϋποθέτει τη διακοπή πολλών κοινώς συνταγογραφούμενων αντιυπερτασικών φαρμάκων.

Αυτή η απροθυμία έναρξης μιας διαγνωστικής και θεραπευτικής διαδικασίας, που θα προσέφερε αξιοσημείωτη ευκαιρία ελέγχου των συμπτωμάτων, “κοστίζει” στους ασθενείς, οι οποίοι θα μπορούσαν να απαλλαγούν ακόμα και από την ανάγκη λήψης φαρμακευτικής αγωγής για τον έλεγχο της υπέρτασης, μετά τη θεραπεία η οποία είναι χειρουργική. Μια δημοσίευση όμως στο Nature Medicine, δίνει ελπίδα για διάγνωση σε 10 λεπτά με μια ανώδυνη εξέταση!

Ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός ανακαλύφθηκε πριν από 60 και πλέον χρόνια και ακόμα δεν διαγιγνώσκεται ούτε αντιμετωπίζεται στο 95% των περιπτώσεων, παρότι προκαλεί αρκετά συμπτώματα στους ασθενείς. Χαρακτηρίζεται από την υπερπαραγωγή αλδοστερόνης, από τα επινεφρίδια, η οποία προκαλεί, μεταξύ άλλων, κακή ρύθμιση του νατρίου και του καλίου στο αίμα, με συνέπεια την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.

Η αυξημένη παραγωγή της ορμόνης σπανίως οφείλεται σε κληρονομικούς λόγους. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιστατικών προκαλείται από υπερδραστηριότητα των επινεφριδίων εξαιτίας είτε της υπερανάπτυξης του επινεφριδιακού ιστού (60% – 70%), είτε της ύπαρξης ενός καλοήθους όγκου στα επινεφρίδια (30%-40%).

Για τη διερεύνηση εάν η υπέρταση οφείλεται σε πρωτοπαθή αλδοστερονισμό και τον αποκλεισμό άλλων πιθανών αιτιών, ο ασθενής υποβάλλεται αρχικά σε αιματολογικές εξετάσεις. Ακολουθούν πιο επεμβατικές εξετάσεις, όπως ενδεικτικά είναι ο καθετηριασμός επινεφριδικής φλέβας για τον εντοπισμό του επινεφριδίου που παράγει υπερβολική αλδοστερόνη (εξέταση επιβεβαίωσης της νόσου που απαιτεί έμπειρο επεμβατικό ακτινολόγο) και η δοκιμασία καπτοπρίλης, (εξέταση αποκλεισμού της).

Όταν από τα αποτελέσματα δεν προκύπτει σαφής εικόνα, πραγματοποιούνται και απεικονιστικές εξετάσεις, όπως αξονική και μαγνητική τομογραφία ή/και σπινθηρογράφημα.

Δυστυχώς, το πλήθος των εξετάσεων που απαιτούνται, ο χρόνος που χρειάζεται για τη διεξαγωγή τους και ο επεμβατικός χαρακτήρας της συνήθους προεγχειρητικής διερεύνησης συμβάλλει στο να προσφέρεται η ευκαιρία θεραπείας σε λιγότερο από 1% των ασθενών.

Όμως, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου και του Νοσοκομείου Barts, καθώς και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Κέιμπριτζ, αλλάζουν τα δεδομένα. Ηγήθηκαν μιας έρευνας που για τον εντοπισμό μικροσκοπικών όζων στα επινεφρίδια και τη θεραπεία της υπέρτασης μετά από τη χειρουργική αφαίρεσή τους χρησιμοποίησαν έναν νέο τύπο αξονικής τομογραφίας.

Ο συγκεκριμένος τρόπος διάγνωσης, απαλλάσσει τους ασθενείς από την ανάγκη υποβολής τους σε καθετηριασμό. Η απεικονιστική αυτή εξέταση διαπιστώθηκε ότι ήταν εξίσου ακριβής με τον καθετηριασμό επινεφριδικής φλέβας, αλλά γρηγορότερη, ανώδυνη και χωρίς να απαιτεί εξειδικευμένο ακτινολόγο. Υπερτερεί, επίσης, έναντι του καθετηριασμού, αφού, όταν συνδυάζεται με μια εξέταση ούρων, η σάρωση μπορεί να ανιχνεύει τους ασθενείς εκείνους που δύνανται να διακόψουν όλα τα αντιυπερτασιακά φάρμακα που λαμβάνουν, μετά από τη χειρουργική θεραπεία τους.

Μέχρι σήμερα, ο εκλεκτικός καθετηριασμός των επινεφριδιακών φλεβών γίνεται με δυσκολία από ελάχιστους εξειδικευμένους ακτινολόγους. Η νέα εξέταση ελπίζουμε να αλλάξει αυτά τα δεδομένα, αφού εντοπίζει ευκολότερα τους όγκους των επινεφριδίων που ευθύνονται για την αύξηση της αρτηριακής πίεσης.

Εάν εντοπιστεί η ύπαρξη αλδοστερινώματος σε ένα επινεφρίδιο πραγματοποιείται ενδοσκοπική αφαίρεσή του, η οποία δίνει την ευκαιρία στον ασθενή να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παίρνει πολλές φορές 3, 4 ή περισσότερα φάρμακα για να ελέγξει την υπέρτασή του. Αποκαθιστά, επίσης, τα επίπεδα του καλίου και επιτρέπει τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης απειλητικών για τη ζωή εξελίξεων. Αντιθέτως, οι ασθενείς που η υπερέκκριση αλδοστερόνης οφείλεται σε αμφοτερόπλευρη υπερπλασία, είναι υποχρεωμένοι σε μακροχρόνια θεραπεία με φάρμακα ανταγωνιστών της αλδοστερόνης.

Η οπίσθια ενδοσκοπική επινεφριδεκτομή προτιμάται από τη λαπαροσκοπική επινεφριδεκτομή, γιατί επισπεύδει την ανάρρωση του ασθενή, μειώνει τα ποσοστά επιπλοκών, τραυματίζει λιγότερο τους ιστούς και μειώνει σημαντικά τον μετεγχειρητικό πόνο. Αποτελεί την ενδεδειγμένη τεχνική, την οποία πλέον εφαρμόζουν οι ειδικοί χειρουργοί των επινεφριδίων στα μεγαλύτερα κέντρα του κόσμου. Στην Ελλάδα έχουμε μια από τις μεγαλύτερες εμπειρίες διεθνώς στην οπίσθια ενδοσκοπική αφαίρεση των όγκων των επινεφριδίων και μάλιστα αυτών που προκαλούν πρωτοπαθή υπεραλδοστερινισμό με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Μετά από την εγχείρηση δεν είναι απαραίτητη ούτε η υποκατάσταση των επινεφριδιακών ορμονών, διότι τα επίπεδα των ορμονών που παράγει το άλλο επινεφρίδιο καλύπτει τον οργανισμό.