*Το κείμενο υπογράφει ο κ. Γιάννης Μπουρμπάκης, καθηγητής στη Σχολή Χημικών Μηχανικών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, που έχει αναγνωριστεί για το επιστημονικό του έργο, μεταξύ άλλων, με το βραβείο του ιδρύματος Μποδοσάκη και με το βραβείο CAREER του National Science Foundation των ΗΠΑ.

 

Ο καθηγητής. κ. Γιάννης Μπουρμπάκης

Πρόσφατα έκλεισα ένα χρόνο από την επιστροφή μου στην Ελλάδα μετακομίζοντας από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ των ΗΠΑ στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως καθηγητής πρώτης βαθμίδας. Πολλοί συνάδελφοι, Έλληνες του εξωτερικού με ρωτάνε πώς είναι τα πράγματα και εάν αξίζει κάποιος να επιστρέψει στην Ελλάδα. Η απάντηση είναι σύνθετη.

Το πρώτο που θα αντιμετωπίσει κάποιος σαν και εμένα που πέρασε σχεδόν δυο δεκαετίες στο ακαδημαϊκό περιβάλλον της Αμερικής, είναι μια υπερβολική και δύσκολα διαχειρίσιμη γραφειοκρατία, που σε συνδυασμό με αναχρονιστικές νοοτροπίες, διατηρούν ένα σύστημα λιγότερο αποτελεσματικό και πολύ αργό. Η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου απαιτεί άμεσο ψηφιακό μετασχηματισμό των πανεπιστημίων, αντίστοιχης έκτασης και βάθους με αυτόν που έχει πραγματοποιηθεί ήδη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Σε εθνικό επίπεδο, υπάρχει ανάγκη χάραξης εθνικής στρατηγικής ανάπτυξης της έρευνας. Όχι μόνο σε σχέση με το ποιες στοχευμένες τεχνολογίες αιχμής θα πρέπει να αναπτυχθούν τα επόμενα χρόνια αλλά και με την αναγνώριση της έρευνας ως βασικό μηχανισμό ανάπτυξης της χώρας. Όταν μια τεχνολογία χρειάζεται περίπου 20 χρόνια από την ιδέα στην εμπορική υλοποίηση, είναι σημαντικό να υπάρχει σταθερή και συστηματική ερευνητική χρηματοδότηση.

Σε κάποιες περιπτώσεις οι αξιολογήσεις των όποιων προγραμμάτων ανακοινώνονται, γίνονται με προχειρότητα και διαδικασίες αμφισβητήσιμες που δεν προάγουν την αριστεία και την αξιοκρατία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δράση «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας» που τα ίδια τα ερευνητικά αστέρια της χώρας φαίνεται να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο πως διαχειρίζονται ερευνητικά κονδύλια.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο ωστόσο είναι οι χαμηλοί μισθοί των ακαδημαϊκών, που βρίσκονται στο ένα τέταρτο των μισθών της Αμερικής, με το κόστος ζωής στην Αθήνα να παραμένει υψηλό. Επιπλέον, τα μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης για όσους επιστρέφουν δεν ισχύουν για τους ακαδημαϊκούς που εργάζονται στο δημόσιο, γεγονός που στερεί ένα σημαντικό κίνητρο επιστροφής.

Έχοντας όλα αυτά υπόψη, αναρωτιέται κανείς γιατί να γυρίσει κάποιος στην Ελλάδα όταν έχει μια καριέρα στο εξωτερικό; Κυρίως για οικογενειακούς λόγους, για την ομορφιά του τόπου, τις κοινωνικές σχέσεις και τη μοναδική ηθική ανταμοιβή από την προσφορά στην πατρίδα μέσω της διδασκαλίας, της ανάδειξης ταλέντων, της δημιουργίας ερευνητικών και ακαδημαϊκών υποδομών, της ίδρυσης νεοφυών επιχειρήσεων και εν γένει της τόνωσης κι ενίσχυσης της εγχώριας οικονομίας.

Παρά τις δυσκολίες, η επιτυχία στην Ελλάδα είναι εφικτή για τους ανταγωνιστικούς επιστήμονες, μέσω ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει επιπρόσθετα κονδύλια για να ενισχύσει την έρευνα στην Ελλάδα, ως χώρα με χαμηλή ερευνητική απόδοση. Όταν ένας ακαδημαϊκός προσελκύσει χρηματοδότηση τα πράγματα γίνονται καλύτερα καθώς μπορεί να προσθέσει επιμίσθια στον βασικό του μισθό, ανάλογα με τον χρόνο που απασχολείται στο κάθε ερευνητικό έργο. Το πιο σημαντικό είναι ότι μπορεί να απασχολήσει εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό καθώς ένα σεβαστό ποσοστό των φοιτητών μας είναι άριστοι και μπορούν να πραγματοποιήσουν ανταγωνιστική έρευνα παγκοσμίου επιπέδου, παραμένοντας στην Ελλάδα.

Συμπερασματικά, η Ελλάδα έχει ανάγκη από εισαγωγή ακαδημαϊκού προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης και παγκόσμιας αναγνώρισης που θα αναβαθμίσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση για να μπορέσουν οι νέες γενιές να ακολουθήσουν τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Οι μέχρι τώρα προσπάθειες επαναπατρισμού επιστημόνων, απαιτείται να ενδυναμωθούν με πιο ουσιαστικά μέτρα: λιγότερη γραφειοκρατία, ανταγωνιστικοί μισθοί, φορολογικά κίνητρα, σταθερή ερευνητική χρηματοδότηση και αξιοκρατικές διαδικασίες. Μόνο έτσι μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι η ζυγαριά θα γέρνει υπέρ της επιστροφής και παραμονής επιστημόνων στην Ελλάδα.

Διαβάστε επίσης 

Κλινικές μελέτες – Ευρώπη: Γιατί γίνονται ελάχιστες στην Ελλάδα

Μητσοτάκης: Αυτόματη η αναγνώριση ειδικότητας και εξειδίκευσης για τους γιατρούς που είναι πιστοποιημένοι στις ΗΠΑ

Brain gain: Γιατί επιστρέφουν οι γιατροί από το εξωτερικό στο ΕΣΥ;