Γράφει η Μικαέλα Θεοφίλου

Η δυσλεξία δεν είναι η μόνη μαθησιακή δυσκολία. Υπάρχουν και άλλες. Αν ένα παιδί δεν μαθαίνει με τον τρόπο που το διδάσκουμε, υπάρχουν τουλάχιστον 10% πιθανότητες να μην ευθύνεται εκείνο, αλλά τόσο κάποια διαταραχή όσο κι εμείς (γονείς, δάσκαλοι, παιδαγωγοί) που δεν έχουμε βρει ακόμη τον τρόπο να το διδάξουμε με τον τρόπο που μαθαίνει.

Θυμάστε εκείνον τον συμμαθητή σας στο σχολείο που ήταν πάντα υπερκινητικός, η δασκάλα τού έκανε πάντα παρατήρηση γιατί δεν παρακολουθούσε στο μάθημα, είχε δυσκολίες να διαβάσει και η ορθογραφία του ήταν αρκετά εφευρετική αλλά απείχε αρκετά από τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας; Κάποια εποχή λοιπόν -όχι πολύ μακρινή- η χαμηλή απόδοση στο σχολείο και η προβληματική συμπεριφορά αποδίδονταν αποκλειστικά στην έλλειψη ενδιαφέροντος ή κινήτρου. Καλούσαν τους γονείς στο σχολείο για να τους επιπλήξουν για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν να συνετίσουν τον μαθητή θεωρώντας ότι δεν επιβλέπουν σωστά το παιδί στο οικογενειακό περιβάλλον. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η δυσκολία στην πρόσληψη γνώσης του παιδιού ήταν αποτέλεσμα νευρολογικών διαφοροποιήσεων στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου ούτε ότι θα μπορούσε να έχει και επίσημο όνομα: «μαθησιακές δυσκολίες».

Αν και ο όρος «μαθησιακές δυσκολίες» μας συστήθηκε αρκετά νωρίς από τον Αμερικανό ψυχολόγο Samuel Kirk το 1962, ο οποίος τον χρησιμοποίησε για να αναφερθεί στην περίπτωση ενός παιδιού και την αναντιστοιχία ανάμεσα στις εμφανείς ικανότητές του να μάθει και την τελική του απόδοση, στην Ελλάδα οι μαθησιακές δυσκολίες αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης μόλις στη δεκαετία του ’90, όπου παρατηρήθηκε μια έντονη αύξηση επιστημονικού αλλά ευρύτερα κοινωνικού ενδιαφέροντος, το οποίο κυρίως πυροδοτήθηκε από τη νομοθετική ρύθμιση υποκατάστασης των γραπτών εξετάσεων από προφορικές, στην περίπτωση της δυσλεξίας.

Τι είναι όμως οι μαθησιακές δυσκολίες; Είναι διαταραχές που έχουν επιπτώσεις στην ικανότητα για χρήση του προφορικού και γραπτού λόγου, στην ικανότητα για μαθηματικούς υπολογισμούς, στις συντονισμένες κινήσεις και στη διατήρηση της προσοχής. Μολονότι παρουσιάζονται σε πολύ νεαρή ηλικία, συνήθως δεν αναγνωρίζονται μέχρι το παιδί να φτάσει στη σχολική ηλικία. Σύμφωνα, μάλιστα, με το εγχειρίδιο διαγνωστικών κριτηρίων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας οι μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να υποδηλώνουν τέσσερις καταστάσεις: ειδική διαταραχή της ανάγνωσης (δυσλεξία), ειδική διαταραχή της ορθογραφίας, ειδική διαταραχή στις μαθηματικές ικανότητες, μεικτή διαταραχή σχολικών ικανοτήτων. Στατιστικά, μιλώντας, ήπιες έως και σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζει περίπου το ένα στα δέκα παιδιά (10%), ενώ συναντώνται συχνότερα στα αγόρια από τα κορίτσια σε αναλογία 4 προς 1 (75% αγόρια – 25% κορίτσια).

Ελλειμμα προσοχής
Η πιο γνωστή μαθησιακή δυσκολία είναι η δυσλεξία, που εκδηλώνεται με δυσκολία στην εκμάθηση της ανάγνωσης και την ορθογραφία και χαρακτηρίζεται από έλλειψη άνεσης στον γραπτό λόγο. Υπάρχει όμως και η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) που, όπως μας λέει η ψυχολόγος Εττυ Βαρούχ, «συναντάμε συχνά σε παιδιά αλλά και σε ενηλίκους. Επηρεάζει το 4%-7% του μαθητικού πληθυσμού με πιο συχνή εμφάνιση σε αγόρια απ’ ό,τι σε κορίτσια, με κάποιους ειδικούς να υποστηρίζουν ότι η διάγνωση είναι πιο συχνή και στα δύο φύλα, απλώς στα κορίτσια το στοιχείο της υπερκινητικότητας δεν είναι τόσο έντονο, με αποτέλεσμα να καθίσταται πιο δύσκολος ο εντοπισμός του προβλήματος στο παιδί».

Κύρια χαρακτηριστικά της διαταραχής αυτής είναι η διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα. «Για να υπάρξει διάγνωση ωστόσο θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία αξιολογούνται από κάποιον ειδικό με κύριο χαρακτηριστικό η συμπτωματολογία να είναι τόσο έντονη ώστε να δημιουργεί πρόβλημα στην κοινωνική ζωή του παιδιού (στο σχολείο, στο παιχνίδι με τους φίλους ή στο διάβασμα στο σπίτι)». Οπως μάλιστα επισημαίνει η ίδια «είναι συχνό φαινόμενο στα παιδιά με ΔΕΠΥ να συναντάμε συχνά την εμφάνιση και άλλων ψυχικών και αναπτυξιακών διαταραχών, όπως μαθησιακές διαταραχές (δυσλεξία, δυσορθογραφία, δυσαριθμία), διαταραχές εναντιωματικής συμπεριφοράς και διαγωγής και διαταραχές άγχους». Επομένως, μπορεί να υπάρχει σύνδεση.

Πλεόνασμα περισπάσεων
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχουν αυξηθεί τα κρούσματα μαθησιακών δυσκολιών στα παιδιά και πολλοί γονείς αναρωτιούνται μήπως κάνουν κάτι λάθος. Μήπως είναι η εποχή όπου ζούμε στο fast forward και τα ερεθίσματα που λαμβάνουν τα παιδιά είναι τόσα πολλά που τελικώς δεν αντέχουν; Η μήπως η τόσο συχνή διάγνωση να έχει να κάνει με τον τρόπο ζωής και το εκπαιδευτικό σύστημα που στερείται δημιουργικότητας και ενεργής συμμετοχής των μαθητών»; Ενδιαφέροντα αν μη τι άλλο ερωτήματα που χρήζουν διερεύνησης. «Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω συν ακόμα ένα στοιχείο. Σήμερα περισσότερο από ποτέ έχουμε ενημέρωση, γνώση και εργαλεία που μας βοηθούν να αξιολογήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια οποιοδήποτε πρόβλημα συμπεριφοράς ή διαταραχή στα παιδιά. Επομένως το δύσκολο, αεικίνητο παιδί του παρελθόντος έχουμε σήμερα την επιστημονική γνώση και την κατάρτιση να το αξιολογήσουμε ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στον σχεδιασμό ενός θεραπευτικού μοντέλου που θα ταιριάζει στο κάθε παιδί».

Από την άλλη μεριά μπορεί να μπερδέψουμε τις μαθησιακές δυσκολίες με τις αυξημένες απαιτήσεις που σήμερα έχουν τα παιδιά και που είναι πολύ περισσότερες από το παρελθόν. Τα παιδιά περνάνε τη μισή τους ημέρα καθισμένα σε μια καρέκλα παρακολουθώντας το ένα μάθημα μετά το άλλο σε μορφή διάλεξης, με υπερπληθώρα θεωρητικών γνώσεων και με έλλειψη πρακτικής γνώσης. «Τα παιδιά του Δημοτικού, στα οποία αναφερόμαστε, καθώς η διάγνωση για ΔΕΠΥ γίνεται σε αυτό το ηλικιακό όριο, καλούνται να εκτελέσουν δραστηριότητες οι οποίες δεν συνάδουν με το αναπτυξιακό τους στάδιο. Είναι απόλυτα αναμενόμενο ένα παιδί 7 χρόνων, για παράδειγμα, να αφαιρείται στο μάθημα μετά από 2 διδακτικές ώρες συνεχόμενες». Γι’ αυτό και προκειμένου να ολοκληρωθεί η διάγνωση για τη ΔΕΠΥ θα πρέπει η παρουσία των συμπτωμάτων να επισυμβαίνει τουλάχιστον σε 2 διαφορετικά περιβάλλοντα». Ενώ, ένας ακόμα βασικός παράγοντας που αξιολογείται στη συνολική εικόνα πριν από τη διάγνωση είναι αν υπάρχει κάποια άλλη επιστημονική εξήγηση η οποία να εξηγεί καλύτερα τη συμπτωματολογία, όπως μήπως το παιδί περνάει κάποια φάση και κάνει την επανάστασή του απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας ή μήπως η υπερκινητικότητά του εξηγείται από την επιθυμία του να τραβήξει την προσοχή των γονιών του. Προσοχή, όμως, καθώς μια τέτοια αξιολόγηση πριν από οποιαδήποτε διάγνωση πρέπει να διενεργείται από ειδικούς με την κατάλληλη κατάρτιση και όχι από τους ίδιους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς.

Το γονικό χρέος

  • Δημιουργήστε ένα ήσυχο περιβάλλον για διάβασμα στο σπίτι. Ένας καθαρός και χωρίς πολλά (τεχνολογικά) ερεθίσματα χώρος βοηθά το παιδί να συγκεντρωθεί καλύτερα.
  • Ενισχύστε και επιβραβεύστε το παιδί σας όχι μόνο όταν καταφέρνει να ολοκληρώσει μια δραστηριότητα, αλλά και για την προσπάθειά του.
  • Αξιολογήστε τις εξωσχολικές δραστηριότητες, δηλαδή πόσο απαραίτητες αληθινά είναι για το παιδί, και αφαιρέστε κάτι για να δημιουργήσετε ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι αλλά και για σύνδεση μεταξύ σας.
  • Επιτρέψτε του με υπομονή να έχει περισσότερο χρόνο στην εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όταν έχουμε να κάνουμε 5 διαφορετικά πράγματα σε ένα 24ωρο και τρέχουμε πίσω από το ρολόι, δημιουργούνται πίεση και ένταση.
  • Βοηθήστε το παιδί σας να διαλέξει δραστηριότητες που ταιριάζουν στα ενδιαφέροντα και στις δεξιότητές του.
  • Περάστε χρόνο με το παιδί σε δραστηριότητες εκτός σπιτιού που θα σχετίζονται με άσκηση (πεζοπορίες, απογευματινή βόλτα στην γειτονιά, ποδήλατο).
  • Συνεργαστείτε με το σχολείο του παιδιού για να μπορέσουν και οι εκπαιδευτικοί να το βοηθήσουν με μικρές αλλαγές εντός και εκτός τάξης και να διαμορφώσουν ένα πρόγραμμα που θα ταιριάζει στις μαθησιακές ανάγκες του παιδιού σας.

Για το θέμα μιλάει η Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας & Ψυχοθεραπεύτρια, Εττυ Βαρούχ, MS in Applied Psychology.

Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση του ygeiamou που κυκλοφόρησε μαζί με το Πρώτο Θέμα τον Οκτώβριο του 2019