Τα παιδιά δύο έως τριών ετών που περνούν υπερβολικά πολύ χρόνο μπροστά από μία οθόνη, εμφανίζουν πιο αργή ανάπτυξη κάποιων ικανοτήτων τους, σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα.

Τέτοιες ικανότητες θεωρούνται η γλωσσική επικοινωνία με τους άλλους, οι κοινωνικές δεξιότητες, η επίλυση προβλημάτων και ο συντονισμός κινήσεων (π.χ. δέσιμο των κορδονιών στα παπούτσια τους.

Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε σε 2.441 παιδιά ηλικίας από δύο έως πέντε ετών, αναμένεται να αναζωπυρώσει τη διαμάχη ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με το κατά πόσο – και από σημείο και μετά – είναι επιβλαβής για τα παιδιά η χρήση ηλεκτρονικών συσκευών.

Οι «αντιφρονούντες» επιμένουν ότι δημιουργείται αδικαιολόγητος πανικός και ότι η επίπτωση των συσκευών εξαρτάται από το είδος της χρήση που κάνουν τα παιδιά (π.χ. η ανάγνωση ηλεκτρονικών βιβλίων είναι κάτι θετικό). Υποστηρίζουν, επίσης, ότι η όποια επίδραση των οθονών είναι μικρότερη από άλλους παράγοντες, όπως η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ή η διάρκεια ύπνου του παιδιού.

Η μελέτη με επικεφαλής τη δρα Σέρι Μάντιγκαν του Πανεπιστημίου του Κάλγκαρι δείχνει ότι όσο περισσότερο χρόνο περνάει μπροστά από μια οθόνη τηλεόρασης, φορητού υπολογιστή, κινητού τηλεφώνου ή άλλης συσκευής ένα δίχρονο ή τρίχρονο παιδί, τόσο χαμηλότερη είναι η επίδοσή του στα σχετικά τεστ ανάπτυξης στην ηλικία των τριών έως πέντε ετών.

Μία αιτία για αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες της έρευνας που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό παιδιατρικό περιοδικό JAMA Pediatrics, είναι ότι όταν τα παιδιά περνούν τόσο χρόνο μπροστά από μια οθόνη, συνεπάγεται ότι χάνουν την ευκαιρία να εξασκήσουν τις πολύτιμες σωματικές και νοητικές δεξιότητές τους, καθώς και την ικανότητα διαπροσωπικής επαφής.

Κατά μέσο όρο τα παιδιά της έρευνας περνούσαν 17 ώρες την εβδομάδα μπροστά από οθόνες στην ηλικία των δύο ετών, 25 ώρες εβδομαδιαίως στην ηλικία των τριών ετών και 11 ώρες στα πέντε τους χρόνια.

Σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς και το BBC, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συμβουλεύει τους γονείς να μην επιτρέπουν καθόλου οθόνες σε παιδιά έως 18 μηνών, ενώ για τα παιδιά έως πέντε ετών να περιορίζεται η χρήση των οθονών σε μία ώρα τη μέρα (επτά την εβδομάδα).

Η Καναδική Παιδιατρική Εταιρεία απαγορεύει τη χρήση οθονών για παιδιά έως δύο ετών, ενώ το βρετανικό Βασιλικό Κολλέγιο Παιδιατρικής και Υγείας του Παιδιού δεν θέτει όρια, θεωρώντας ότι «υπάρχουν ακόμη ανεπαρκή στοιχεία για κάτι τέτοιο».

«Ο χρόνος που αφιερώνεται σε μια οθόνη, υποδεικνύει συνήθως μια καθιστική και παθητική συμπεριφορά, με πολύ λίγες ευκαιρίες μάθησης», δήλωσε η Μάντιγκαν. Όπως είπε, εν μέρει το πρόβλημα οφείλεται στο ότι ο εγκέφαλος ενός νηπίου δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά, ώστε να μπορεί να εφαρμόσει στην πραγματική τρισδιάστατη ζωή αυτά που μαθαίνει στην εικονική δισδιάστατη «πραγματικότητα». Έτσι, πρόσθεσε, «αν τα νήπια βλέπουν κάποιον να φτιάχνει κάτι με τουβλάκια στην οθόνη, αυτό δεν τα βοηθά να κάνουν το ίδιο στην πραγματική ζωή».

Επιπλέον, σύμφωνα με τους ερευνητές, ο πολύς χρόνος στις οθόνες «κλέβει» πολύτιμο χρόνο δημιουργικού παιχνιδιού, από ζωγραφική μέχρι παιχνίδι με τη μπάλα. «Αυτές είναι κρίσιμες δεξιότητες στην αρχή της παιδικής ηλικίας, επειδή η κατοχή τους είναι αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη του παιδιού», ανέφερε η Μάντιγκαν.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ