Αυτοί που λαμβάνουν καθημερινά συμπληρώματα ιχθυελαίου ω-3 έχουν μικρότερες πιθανότητες να υποστούν καρδιακή προσβολή ή κάποιο άλλο καρδιαγγειακό νόσημα συγκριτικά με εκείνους που δεν παίρνουν, αν και δεν έχουν το αντίστοιχο όφελος σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο εγκεφαλικού, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης, που δημοσιεύτηκαν στην Journal of the American Heart Association, αναδεικνύουν τα οφέλη αλλά και τους κινδύνους αυτών των συμπληρωμάτων.

«Η συγκεκριμένη μετα-ανάλυση προσφέρει τα πιο σύγχρονα δεδομένα σχετικά με τις επιδράσεις των συμπληρωμάτων ω-3. Είναι εμφανές, ότι τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων συμπληρωμάτων είναι δοσοεξαρτώμενα», εξηγεί ο Yang Hu του τμήματος Διατροφής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ της Βοστόνης.

Τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα έρευνας υπήρξαν ασυνεπή.

Στη συγκεκριμένη μετα-ανάλυση οι ερευνητές περιέλαβαν τρεις δοκιμές αυξάνοντας έτσι το υπάρχον δείγμα κατά 64%. Χρησιμοποιήθηκαν 120.000 ενήλικες από 13 τυχαιοποιημένες δοκιμές παγκοσμίως. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανάλυση που έχει γίνει ως σήμερα.

Διαπιστώθηκε ότι εκείνοι που λάμβαναν καθημερινά συμπληρώματα ιχθυελαίου ω-3 διέτρεχαν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης όλων των καρδιαγγειακών περιστατικών εκτός του εγκεφαλικού συγκριτικά με αυτούς που λάμβαναν καθημερινά ένα χάπι placebo. Είχαν, ακόμα 8% μικρότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιακή προσβολή ή στεφανιαία νόσο. Το εύρημα αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στις υψηλές δόσεις συμπληρωμάτων. Η μείωση του κινδύνου, επομένως, αφορούσε κατά κύριο λόγο δόσεις πάνω από 840 μικρογραμμάρια ημερησίως. Εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πεθαίνουν από καρδιαγγειακά επεισόδια. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και πολύ μικρές ποσοστιαίως μειώσεις σε ό,τι αφορά αυτόν τον κίνδυνο μεταφράζονται σε πρόληψη δεκάδων χιλιάδων περιστατικών.

Οι συστάσεις για τη δημόσια υγεία θα πρέπει να αφορούν την τήρηση μιας ισορροπημένης διατροφής, την αύξηση κατανάλωσης ψαριού και τη σωματική άσκηση, φαίνεται, ωστόσο, πως τα συμπληρώματα ιχθυελαίου έχουν κάποιο όφελος, υποστηρίζει η JoAnn E. Manson, πρόεδρος προληπτικής ιατρικής στο Γυναικείο Νοσοκομείο του Μπρίγκχαμ και καθηγήτρια του τμήματος Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.