Θα μπορούσε μια εξέταση αίματος να αντικαταστήσει τον ψυχολόγο, όσον αφορά τη διάγνωση των αγχωδών διαταραχών; Κι όμως, ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα ανέπτυξαν με επιτυχία μια εξέταση αίματος για τη διάγνωση του άγχους.

Ειδικότερα, το διαγνωστικό αυτό εργαλείο εξετάζει βιοδείκτες που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν αντικειμενικά τον κίνδυνο εκδήλωσης του άγχους ενός ατόμου, τη σοβαρότητα της κατάστασης του άγχους του αλλά και τις κατάλληλες θεραπείες για την αντιμετώπισή του.

Επί του παρόντος, το τεστ έχει επικυρωθεί από τους ερευνητές και αναπτύσσεται ένα πρωτότυπο για ευρύτερη ιατρική χρήση.

«Θέλαμε να διερευνήσουμε εάν η προσέγγισή μας για τον εντοπισμό βιοδεικτών στο αίμα θα μπορούσε να μας βοηθήσει να αντιστοιχίσουμε τους ανθρώπους με τα υπάρχοντα φάρμακα που θα λειτουργούν καλύτερα, αποφεύγοντας παράλληλα τον κίνδυνο του εθισμού. Προς το παρόν, για να διαγνωστεί μια αγχώδης διαταραχή, συζητάμε με τους ανθρώπους για το πώς αισθάνονται και για να δούμε αν θα μπορούσαν να λάβουν φάρμακα. Όσο όμως κι αν αυτά θα μπορούσαν να ρυθμίσουν την ένταση των συναισθημάτων, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εθισμό», διευκρινίζει ο καθηγητής ψυχιατρικής δρ. Alexander Niculescu.

Η προηγούμενη έρευνα του δρ. Niculescu οδήγησε στην ανάπτυξη αιματολογικών εξετάσεων για τον πόνο, την κατάθλιψη/διπολική διαταραχή και τη διαταραχή μετατραυματικού στρες. Αυτή η τελευταία μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Molecular Psychiatry, χρησιμοποιεί παρόμοιες μεθόδους, εστιασμένες στο άγχος.

Οι σημαντικότεροι δείκτες

Η μελέτη περιελάμβανε τρεις ανεξάρτητες ομάδες – μια διερευνητική, μια επαληθευτική και μια ομάδα δοκιμής. Οι συμμετέχοντες ολοκλήρωναν μια εξέταση αίματος κάθε 3-6 μήνες ή κάθε φορά που γινόταν νέα ψυχιατρική νοσηλεία.

Εξετάζοντας τους βιοδείκτες RNA στο αίμα, οι ερευνητές μπορούσαν να προσδιορίσουν την τρέχουσα κατάσταση του άγχους ενός ασθενούς και να τους αντιστοιχίσουν με φάρμακα και θρεπτικά συστατικά, καταδεικνύοντας πόσο αποτελεσματικές θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές επιλογές γι’ αυτούς με βάση τη βιολογία τους.

«Εκτός από τα φάρμακα, υπάρχουν και άλλες μέθοδοι για τη θεραπεία του άγχους, όπως η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία ή οι αλλαγές στον τρόπο ζωής», εξηγεί ο δρ. Niculescu. «Αλλά έχοντας μια αντικειμενική μέθοδο, κατά την οποία μπορούμε να γνωρίζουμε ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση του ασθενούς, καθώς και τον μελλοντικό του κίνδυνο και ποιες θεραπευτικές επιλογές ταιριάζουν στο προφίλ του, έχουμε στα χέρια μας ένα πολύ ισχυρό εργαλείο» συμπληρώνει.

Παρόλα αυτά, οι βιοδείκτες ενός ατόμου μπορούν επίσης να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα όμως με τον δρ. Niculescu, η εξέταση θα μπορούσε να συμβάλει στην αξιολόγηση του κινδύνου ενός ατόμου να αναπτύξει υψηλότερα επίπεδα άγχους στο μέλλον, καθώς και στο πώς άλλοι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν το άγχος του, όπως οι ορμονικές αλλαγές.

«Πολλοί άνθρωποι που παθαίνουν κρίσεις πανικού, πιστεύουν αρχικά ότι παθαίνουν καρδιακή προσβολή, καταλήγοντας στα επείγοντα χωρίς όμως κάποια τέτοια διάγνωση. Αν λοιπόν γνωρίζουμε νωρίτερα την κατάσταση, θα μπορούμε να παρέμβουμε έγκαιρα, γλιτώνοντας τη δικιά τους ταλαιπωρία και κερδίζοντας χρόνο» καταλήγει ο καθηγητής.

Διαβάστε επίσης:

Το αρωματικό βότανο που μειώνει τη χοληστερόλη, διώχνει το άγχος και ρυθμίζει την πίεση

Το μαγικό βοτάνι που διώχνει το άγχος, τονώνει τη μνήμη και την άμυνα